Φτάνω: Η κάτα(=γάτα) όντας δε φτάν΄ του ψάρ΄ λέγ΄: βρουμάει.

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Ελληνικά
  3. φέρνω-φτηναίνω
  4. 64
  5. Μη προσδιορισμένη
  6. Συρτάρι 64
  7. Αρχείον Θρ. Θ, Τομ Δ, σ.75, Αδριανούπολις, Δεληγιάννη
  8. Αρχείον Θράκης
  9. φτάνω
  10. Για τους ανήμπορους.
  11. Δεληγιάννης, Βασίλης
  12. Βιβλίο
  13. Αδριανούπολη.