Τεκμήρια 1 εώς 22 από 3306
Συρτάρι 64
Περιεχόμενα
- Μη φκιάνισς τε χολέ φαρμάκι.
- Το bζύλλο τον φκιάνι βουβάλι.
- Ότι φτιάνι το δεξί σ΄, να μη dο ξέρ΄ το ζερβί σ΄ .
- Τι κάνεις γέροντα; Καθίστρες φτειάνω.
- Φέρεμ μ πετσίν να φτειάγω σε τσαρούσια .
- Τα φτιάσαμε σαν του Γιάννη τα κανατἀκια.
- Ιντιάν ευτάς ευτάγνεσε σε.
- Την μνίαν εφτάγι καμέλ.
- Αρ π΄ εφτάγι, κιάρ κ΄εφτάγι.
- Εφτάγω τον τρισέλλον.
- Το χει φκεισμένο.
- Φκιάν του Γκώγκου σκούφια.
- Κατρίνι, κατρίνι φτειάνει το τζεκίνι.
- Π ΄ εφτάει, ηυρίκ΄ .
- Καθαείς τ΄ έφτάει θα ηυρίκ΄ .
- Θα φκιάσ΄ τα τσ΄κάλια χειρούμα.
- Τι φκιάν΄ς Μάρω; Σακκιά.
- Καλλιά φχιαγμό στον αύλακο παρά μαλιά ΄ς τ΄αλώνι.
- Εφτερνιατζίστην τζ΄ έβκαλεν τον πού τα ρουθούνια του.
- -
- Δε μας φτάν΄ ούτ΄ ο Γιάννης ο σπασμένος.
- Έφτασε η ψωλή στ΄ αρχίδια.
- Έφτασε στα μπούνια.
- Κόψι το ρωδ απ΄τη ρωδιά το χαμηλό, που φτάνεις, κι΄ εκεί που δε σε θέλουνε αγάπ΄ μην πας να κάνης.
- Δε σε φτάν΄ το γιοργάν.
- Βαζανιά: Φτάννει τηβ βαζανιά με το κατσούνιν.
- -
- Γονάτισε να το φθάσης.
- Εφτάνει σε συντέκσα.
- Μάσε με και να σε φτάσω.
- Οπου δε φτάν΄ κείνος, ρίχνει το φεσ΄ ντου.
- Οντέν έσουσαν την αχλάδα όσοι φτιάξαν όλοι φάγαν.
- Αν σ΄ έφτασα ειδ΄ άλλως δε σε διάβκα.
- Όπ΄ έφτασε στη σύοδον έφαγε ψάρι σύχλυρον.
- Όπου ΄φτιάξε στη σύνοδο, έφαε ψάρι σύνωρο.
- Όπου ΄φτιάξει στη Σύνοδο, έφαε ψάρι σύνωρο.
- Όπου φτάνεις να κρεμνάς το καλάθι σου.
- Όπου φτάνει το χέρι σου να κρεμάς το καλάθι σου.
- Όπου δ΄φτάνει το χέρι σου μη κρεμάσεις το καλάθι σου.
- Όπου φταν΄ η χἐρα σου, κρέμα το καλάθι σου. Μή υπέρ τον πόδα έστω το υπόδημα.
- Εκεί που φθάνει το χέρι σου κρέμα το καλάθι.
- Κι΄ εκεί που φθάνει η χέρα σου κρέμαε το καλάθι.
- Όπου φτάνει το χέρι σου, κρέμα το καλάθι σου.
- Ὀπου εν ιφτάννει του χέρι σου μην κριμάννης του καλάθι σου.
- Κρέμμαγε το καλάθιν σου ώσπου φτάννει το σέριν σου.
- Ξάμωννε την χέρα σου κι΄εκεί που φθάννει.
- Όπου φτάνει το χέρι σου κρέμα το καλάθι σου.
- Όπου έ φτάννη το χέρι σου, μην κρεμάς τη γούνα σου.
- Έφτασε ςτο Αμήν.
- Έφτασε σ΄ τ΄ αμύχη.
- Πισίνα σο κιργιάς δεν ουλαστά και μη γάτα δεν φθάνει εις το κρέας και σήμερα Παρασκευή ΄ναι λέει.
- Το κρέας που δε φθάνει το λέει που βρωμά.
- Μη απλὠν΄ς το χέρ΄ σ΄ εκεἰ που δεν φτάν΄ .
- Εκεί που δε φτάνεις, μη ξαμόννης.
- Εκεί που δεν φτάνεις, να μη ξαμώννης.
- Εκεί που δε φτάνεις, μη ξαμώννης.
- Εκεί που δε φτάνεις, μη dουνίζεις.
- Όπου φτάνει κιανείς κρεμνά το καλάθιν του.
- Όπου φτάνει καθενείς κρεμνά το καλάθι του.
- Όσα δε φτάν΄ η γι΄αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια.
- Τσεί ου δε φτάνεις μη ξαμώνης.
- Η γάτα π΄δε φτάν΄ τα ψάρια αρμυρά τα λέει.
- Η κάτα σο κρέας κ΄έφτασεν και είπεν : Παρασκευή έν.
- Η γάτα π΄ δε φτάν΄ τα ψάρια, κρημαστάρια τάφίν.
- Εποταυρίστην η κάττα στο λαρτίν τζ΄ έν το ΄φτασεν τζ΄ είπεν εν Παρασκευή.
- Η γάτα σαν δεν φθάνη, τα ψάρια, λέγει ότι βρωμούν.
- Η γάτα, όταν δεν φτάν΄τα ψάρια, τα φτύει.
- Γἀτα δε φτάν΄ του τσιέρ, λέει που βρουμάει.
- Η κάτα όντα συ φτάν ΄ς σο κρέας λέει. Οσήμερο Τετράδα εν.
- Η γάτα τα ψάρια τα φτά αν δε τα φτάσ΄ .
- Κατά στο κρέας δεν έφτανε κι έλεγε τετράδα είναι.
- Η κάτα άμα δεν μπορεί να φτάσ΄ του ψάρι λέει ότι βρουμάει.
- Η κάτα σην πατσουρμάν κι αν κ΄έφτανεν, εκούΐζειν: Καν καλά, Παρασκευή.
- Η κάτα ΄ς σο κρέας κ΄ έφτασεν τάγκαλα Παρασκευή.
- Γάτα δε φθάν ΄του τζιέρ του λέει βρουμάει.
- Η γάτα σαν δεν φτάν΄ τα ψάρια τα φτάει.
- Η γάτα, όταν δε φτάσ΄ το ψάρι. το λέγ΄ βρωμάει.
- Η γάττα, όντας δε φτάν΄ τ αψάρια, λέει 'βρουμάν'.
- Γάτα: Γάτα δε φταν΄ του τζιέρ, του λέει: βρουμάει.
- Φτάνω: Η γάτα, όταν δεν φτάν ΄του τζιγέρ, λέγ' πως βρουμάει.
- Η κάτα άμον το ΄κ έφταν΄ σην παστουρμάν, λέει: '' οσήμερον Παρασκευήν εν''.
- Φτάνω: Η κάτα(=γάτα) όντας δε φτάν΄ του ψάρ΄ λέγ΄: βρουμάει.
- Το μυρμήγκι όταν χαθή κάνει φτερά.
- Φτάνουν η ελήαις.
- Όταν ο Θεός οργισθή των μερμήκων φτερά τω(ν) δίνει και πετούν.
- Αν δεν εφτάξη, θα λειφτή.
- Όσα δε φτάν΄η γι΄ αλουπού τ΄αφήνει κρεμαστάλες.
- Η αλπού όσα δεν έφτανε, τάφηνε για καμπανάρια.
- Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια.
- Έφτασε ΄ς ήμερτο.
- Η μυρμήκα όταν θα χάται φέρ' φτερά και πετά.
- Η μυρμήκα ώταν θα ψωφά φέρ' φτερά και πετά.
- Το μυρμήγκι άμα βγάλη φτερά, χάνεται.
- Ἀν δε φτάξη, θα λειφτή.
- Άρα φτάξη, άρα μη φτάξη.
- Του μυρμήγκ' όνdα του τρώει η μύτ' τ' να φάει του κιφάλ' τ' βγάζ' φτιρά.
- Ήφταξεν το μαχαίρι στον αρκά.
- Του μυρμηγκι, άμα θέλει να χαθεί, βγάνει φτιρά.
- Γη κάτα όdε δε φτάν΄ το τζιέρ΄ το λέει που βρωμά.
- Η κάτα σα δε φτάν΄ το κγιάς, ούφου! λέει, κι βρουμεί.
- Η γάτα που δεν φτάν΄ τα ψάρια γυρνάει κι΄ τα φτύν΄.
- Του κόπναν τα φτερά.
- Το μυρμήγκι, όταν είναι να χαθεή βγάζει φτερά.
- Όrdα δεν dα φτάν΄ η γάτα τα ψάρια τ΄ς βρουμούν (τα φτιάει).
- Η κάτα ΄ς το κρέας κ΄έφτανεν κ έλεεν "τάγκαλακ! Παρασκευή εν".
- Η γάτα όταν δεν φθάνει τα ψάρια, τα φτύει.
- Ὀσα δε φτάνει η αλιπού τα κάμνει κουνιστάρια.
- Το μυρμήγκι, όταν θέλει να χαθή του δίνει ο Θεός φτερά.
- Όταν ο Θεός οργιστή το μερμήγκι, του δίνει φτερά!
- Του 'κοπήκαν τα φτερά!
- Εσύκωσε φτερό
- ΄Τα ώμορφα φτερά κάνουν ώμορφα πουλιά
- Άλλο κι φτίρ' τη χαρπαντά τα μουλάρια.
- Αν φταίχω γω, να σκασ΄ ο άντρας , κι' αν φταίχη αυτός, να σκασ΄ αυτός.
- Αφκιασιδόνετ' η άσχημη θα της και θα τσωπάσης, μα να μπλαθρώνετ' η όμορφη, να λες και να μην πάψης.
- Δε συ φταίον, ζώη μ΄ τα τσαναίκια.
- Να φκιασιδόνετ' η άσχημη η έτσι' η αλλοιώς σχορειέται.
- Ο μαύρος αράπης τα φταίει.
- Τοφκιασίδι θέλει και πασίδι.
- Φταίει παλτούς, φταίει και το λαβίδι.