Ανυπόμονα και ορμητικά ο υπερήφανος Αιγύπτιος στρατάρχης Ιμπραήμ φτάνει στη Γαστούνη στις 2.11.1825. Θέλει να αιχμαλωτίσει τα γυναικόπαιδα της ιστορικής πόλης και να τα στείλει ζωντανά λάφυρα στην Αίγυπτο για τα χαρέμια του θετού πατέρα του. Ακόμη θέλει να συντρίψει και όλους τους επαναστατημένους Έ…
Ανυπόμονα και ορμητικά ο υπερήφανος Αιγύπτιος στρατάρχης Ιμπραήμ φτάνει στη Γαστούνη στις 2.11.1825. Θέλει να αιχμαλωτίσει τα γυναικόπαιδα της ιστορικής πόλης και να τα στείλει ζωντανά λάφυρα στην Αίγυπτο για τα χαρέμια του θετού πατέρα του. Ακόμη θέλει να συντρίψει και όλους τους επαναστατημένους Έλληνες της περιοχής μας, οι οποίοι κάθε τόσο στήνουν ενέδρες στους Τούρκους και τους τσακίζουν κυριολεκτικά.
Απατάται όμως γιατί οι Γαστουναίοι έχουν λάβει τα μέτρα τους. Τα γυναικόπαιδα είχαν οδηγηθεί στο ασφαλές φρούριο του Κάστρου (Χλεμούτσι). Η πόλη της Γαστούνης ήταν έρημη, έμοιαζε με νεκροταφείο. Έφτασε ο Ιμπραήμ και τα σχέδιά του ναυαγούν. Εφούσκωσε από οργή και σκεφτόταν να κάψει τα σπίτια της Γαστούνης. Μα τελικ΄αάκουσε την παράκληση των Ευρωπαίων αξιωματικών που είχε μαζί του και άλλαξε γνώμη.
Το βράδυ όμως της ίδιας ημέρας ο στρατός του λεηλάτησε την πόλη της Γαστούνης. Ευρήκε στα αμπάρια των σπιτιών ωραίο κρασί και χοιρομέρια και εμέθυσε. Το δειλινό της ίδιας ημέρας μερικοί Βαρθολομαίοι έτρεξαν μέχρι το σπίτι του Σισίνη για να προμηθευτούν πυρομαχικά γιατί είχαν μάθει για τον ερχομό του Ιμπραήμ. Δεν φανταζόταν όμως πως ο Ιμπραήμ ήδη βρισκόταν στη Γαστούνη.
Βλέπουν τότε τους Τούρκους του Ιμπραήμ μεθυσμένους, περνούν από μπροστά τους κι εκείνοι στην κραιπάλη που βρίσκονται δεν τους αντιλαμβάνονται. Οι λίγοι αυτοί Βαρθολομαίοι ανενόχλητοι επέστρεψαν στο χωριό τους για να πουν τα μαντάτα στους χωριανούς τους και στη συνέχεια να λάβουν τα μέτρα τους. Είχαν περάσει τον Πηνειό όταν ξαφνικά άκουσαν τους καλπασμούς αλόγων. Εκατό Τούρκοι είχαν φτάσει κιόλας στην απέναντι όχθη. Οχυρώνονται και οι μεν και οι δε στις όχθες του Πηνειού. και αρχίζει το ντουφεκίδι. Η νύχτα έχει απλώσει τα μαύρα φτερά της. Δεν βλέπουν άλλο. Οι Τούρκοι ιππείς επέστρεψαν στη Γαστούνη. Οι Βαρθολομαίοι έτρεξαν στο χωριό τους που στο μεταξύ είχε πάρει γραμμή για τη συμπλοκή και διηγήθηκεν στα διατρέξαντα. Ολονυχτίς οδήγησαν τότε τα γυναικόπαιδα στο Κάστρο και με ότι πρόχειρο μπορούσαν να πάρουν μαζί τους. Αρκετοί άντρες επέστρεψαν στο Βαρθολομιό να προστατέψουν τα σπίτια τους και να δώσουν ένα καλό μάθημα στον (…) [σελ. 156 τρίτη γραμμή] και υπερήφανο στρατάρχη.
Στο μεταξύ ο Ιμπραήμ οργίστηκε για μια ακόμη φορά που οι ραγιάδες τόλμησαν να φέρουν αντίσταση στους εκατό ιππείς τους και διέταξε την άλλη μέρα το πρωί να πάνε στο Βαρθολομιό, πεντακόσιοι ιππείς, να συλλάβουν τους κατοίκους ζωντανούς και να κάψουν τα σπίτια, αφού τα λεηλατούσαν.
Τα σπίτια του Βαρθολομιού ήταν τότε γύρω από το σημερινό σπίτι του Παναγιώτη Ζαρογιάννη. Οι Βαρθολομαίοι οχυρώθηκαν καλά μέσα στα σπίτια τους. Έχτισαν και μερικές πέτρινες πολεμίστρες και όταν έφτασαν οι 500 Τούρκοι ιππείς δέχτηκαν τα ομαδικά πυρά των λίγων Βαρθολομαίων πολεμιστών. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής ο Αναστάσιος Τσεκούρας σκότωσε ένα Τούρκος, τυ πήρε το άλογο και περνώντας σαν αστραπή έφτασε στο κάστρο με καταϊδρωμένο το άλογο του σκοτωμένου Τούρκου και με ακράτητο ενθουσιασμό και περηφάνεια στους συγχωριανούς του που είχαν μείνει εκεί: «Ρε τι κάθεστε εσείς εδώ, δεν βλέπετε, τους φάγαμε τους Τούρκους και πήραμε και τ’ άλογα».
Τότε ο καπετάν Βέρρας με 180 Βαρθολομαίους και μερικούς άλλους απ’ τα γύρω ξεκίνησαν για να χτυπήσουν τους στραβαραπάδες του Ιμπραήμ.
Οι Τούρκοι είδαν τους Βαρθολομαίους που κατέβαιναν από ψηλά και τους έστησαν καρτέρι στη θέση «Ρωμαίικο» και στα «Μνήματα» μεταξύ Βαρθολομιού και συνοικισμού Βρανά. Ο οπλαρχηγός Βέρρας με τους συντρόφους του βρέθηκε ξαφνικά κυκλωμένος από τους Τούρκους, δεν τα έχασε όμως αλλά διέταξε τα παλληκάρια του να οχυρωθούν γρήγορα στα χαντάκια των αμπελιών και να αγωνιστούν γενναία σκοτώνοντας μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματός τους.
Έτσι λοιπόν αμέσως άρχισε η μάχη. Με θανάσιμο μίσος και πείσμα ο καπετάν Βέρρας με τα παλληκάρια του ζουν στιγμές των τριακοσίων του Λεωνίδα. Οι Τούρκο πέφτουν αράδα κάτω από τα εύστοχα βόλια των πολεμιστών Βαρθολομαίων και των άλλων γυροχωριτών.
Οι Τούρκος έπειτα από τρεις εφόδους δεν κατόρθωσαν τίποτα και αναρίθμητοι δικοί τους κείτονταν νεκροί. Έστειλαν έναν ιππέα να τους ζητήσει βοήθεια από το υπόλοιπο στράτευμα της Γαστούνης, ενώ η υπόλοιπη μάχη συνεχιζόταν.
Πολύ γρήγορα κατέφτασαν τότε οι Τούρκοι και η μάχη συνεχίστηκε με πείσμα ολόκληρες ώρες. Τα 180 παλλικάρια του καπετάν Βέρρα μάχονται με αφάνταστο ηρωισμό. Η ραγδαία όμως βροχή που έπεσε κατά τη δύση του ήλιου για κακή τύχη των Βαρθολομαίων, αχρήστευσε τα όπλα των ηρώων γιατί βράχηκε το μπαρούτι που δέναν σε σακουλάκια στις ζώνες τους. Όταν οι Τούρκοι είδαν ότι εσίγησαν τα όπλα αντιπάλων τους έκαμαν γιουρούσι με τα γιαταγάνια τους και σκότωσαν όλους τους ζωντανούς Βαρθολομαίους. Έπειτα ξαναπέρασαν από τους σκοτωμένους Έλληνες και απέκοψαν διάφορα μέλη του σώματός τους για να διαπιστώσουν μήπως ζει ακόμη κάποιος.
Διασώθηκε όμως ένας που προσποιήθηκε το νεκρό και όταν ακόμα οι Τούρκοι του έκοψαν ευτυχώς μόνο το αυτί. Σαν έφυγαν εκείνοι σηκώθηκε και έτρεξε στο Κάστρο για να πει τα θλιβερά μαντάτα. Αυτόν τον ονόμασαν οι άλλοι «Κοτσαύτι».
Η μάχη αυτή είναι μια από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες που έγιναν κατά του Ιμπραήμ, ο οποίος έχασε σε αυτή χίλιους δικούς του. Οι Έλληνες πολέμησαν με ηρωισμό και αποφασιστικά και τότε μόνο λύγισαν όταν αχρηστεύτηκαν τα άρματά τους. Η ραγδαία βροχή ήταν σωτηρία όμως για τους πολιορκημένους Βαρθολομαίους, γιατί είχαν την ευκαιρία να διαφύγουν και να σωθούν.
Μένεα πνέων ο Ιμπραήμ συνέχισε την πορεία του για τη Μονή Βλαχερνών, την Ανδραβίδα και τα Λεχαινά και τα κατέστρεψε. Η λαϊκή μούσα τραγουδά τη μάχη με τους παρακάτω στίχους:
Θέ μου, το τι να γίνηκαν του κάμπου οι λεβέντες;
Μήτε στον κάμπο φαίνονται, μήτε και στη Γαστούνη,
μας είπαν κάνουν πόλεμο.
Στ’ αμπέλι απαντηθήκανε με τους Στραβαραπάδες.
Πρώτη …. τους δώσανε, σκοτώσανε διακόσιους.
Μα έπιασε μια ψιλή βροχή κι ένας βαρύς χειμώνας.
Νότισαν τα ντουφέκια τους, δεν πιάνουν τ’ άρματα τους.
Τα γιαταγάνια τράβηξαν, στα δόντια τους τα βάνουν.
Μα ήταν οι μαύροι λιγοστοί, μα ήταν οι δόλιοι λίγοι,
κανένας δεν απόμεινε απ’ τους παλιούς συντρόφους.
ΤΙΤΛΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ: Λαογραφικές εργασίες μαθητών 1987, σχ. 4ο + 8ο, σελ. 509.
Σελ. 3-5 Αυτές οι σελίδες περιέχουν τις οδηγίες για τη συλλογή του υλικού. Έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον καθώς καθορίζουν τελικά τί υλικό θα συγκεντρωθεί.
Το δημοτικό αυτό τραγούδι διάδωσε ο πατριώτης Λεχαινιώτης διγηματογράφος Ανδρέας Καρκαβίτσας. Για την ιστορική αυτή μάχη είχε γράψει στην ιστορία των νεότερων χρόνων ο Τρικούπης, ο Διον. Κόκκινος Πύργιος ιστορικός της Ελληνικής Επανάστασης και ακάματος ιστοριοδίφης του Νιοχωρίου Ντίνος Ψυχογιός στα ΗΛΕΙΑΚΑ, αλλά και ο επίτιμος Γυμνασιάρχης Δ. Οικονομόπουλος στα 778, 779 φύλλα της ΑΥΓΗΣ Πύργου.
Στη Θέση που έγινε η μεγάλη εκείνη μάχη ακόμη δεν στήθηκε ένα μνημείο για να υπενθυμίζει στους απογόνους των Βαρθολομαίων την ανδρεία των προγόνων μας. Ο ρέκτης πρόεδρος της Κοινότητας πιστεύω πως θα θυμηθεί τους ήρωες αυτούς και θα πράξει ένα λησμονημένο καθήκον.
Ανυπόμονα και ορμητικά ο υπερήφανος Αιγύπτιος στρατάρχης Ιμπραήμ φτάνει στη Γαστούνη στις 2.11.1825. Θέλει να αιχμαλωτίσει τα γυναικόπαιδα της ιστορικής πόλης και να τα στείλει ζωντανά λάφυρα στην Αίγυπτο για τα χαρέμια του θετού πατέρα του. Ακόμη θέλει να συντρίψει και όλους τους επαναστατημένους Έ… - Identifier: 376562
Internal display of the 376562 entity interconnections (Node labels correspond to identifiers)