Ε, αυτός τότε, τον καταδίωκαν γιατί τους έκανε επεισόδια, δηλαδή όπου έβρισκε Τούρκο και τον κατάφερνε, τον εδούλευε. Κι έτσι λοιπόν τον είχανε μανία και είχανε φύγει να τον εβρούνε. Εδώ λοιπόν έπαιρνε νερό και πήγαινε επάνω σε μια σπηλιά, την οποία την έχω εγώ, ακόμα και είχε τη γυναίκα του εκεί, η…
Ε, αυτός τότε, τον καταδίωκαν γιατί τους έκανε επεισόδια, δηλαδή όπου έβρισκε Τούρκο και τον κατάφερνε, τον εδούλευε. Κι έτσι λοιπόν τον είχανε μανία και είχανε φύγει να τον εβρούνε. Εδώ λοιπόν έπαιρνε νερό και πήγαινε επάνω σε μια σπηλιά, την οποία την έχω εγώ, ακόμα και είχε τη γυναίκα του εκεί, η γυναίκα του καταγωγή από τη Μάνη και είχε έρθει να πάρει νερό από δω και το πήγαινε του χουριού. Το χωριό δεν υπήρχε τότε, το ανοίξανε το πηγαδάκι εκεί να παίρνουν. Λοιπόν, είδε ένα Τούρκο μπροστά του, […] και μετά [πολλοί] Τούρκοι και πάει αυτός επάνω και είδε ότι θα τον ανακαλύπτανε, γιατί είχε παιδί. Και παίρνει τη γυναίκα του
σελ. 407
από κει και ήγε πάνω σ’ ένα βράχο και αγνάντευε που θα τους ιδεί, που θα τους χάσει. Αυτοί όμως έιχανε ένα παιδί και το παιδί κοιμότανε. Ξυπνάει το παιδί με τα κλάματα, το ακούσαν οι Τούρκοι, πήγανε. Μάλιστα το σκότωσαν μες στην ίδια τη σπηλιά. Αυτά μου τα ’λεγε η γιαγιά μου ας πούμε, η οποία είχε συναντήσει αυτούς τους παθόντες. Όταν γυρίσανε λοιπόν που είδανε ότι οι Τούρκοι δεν τον ήβραν, παρά εφύγανε και τον εκδικηθήκανε με το παιδί, αποφάσισε αυτός να πάρει τη γυναίκα του. Το παιδί το ’θαψε εκεί κάτω, δεν ξέρω πως, και να πάρει τη γυναίκα του να την πάει σε σπηλιά στο κάτω ωησί που υπάρχουν και κάτι άλλοι ,καταδιωκούμενοι, να κρύβονται εκεί και αυτή να περάσει στη Μάνη και τα κατάφερε. Αλλά μάλιστα έλεγαν ότι έριξε αντί για σκάφος, είχε μια μεγάλη κουτσούρα την οποία τη σκάβανε κι αυτός για πανιά είχε […] εκεί. Έπεσε με καλό καιρό, μπουκαδούρα ας πούμε και βγήκε στο Σκουτάρι. Και από το Σκουτάρι δημιούργησε μια μεγάλη ομάδα κι ήρθε εδώ, στο που ’ναι το σημερινό λιμανάκι στη Νεάπολη για να εκδικηθεί τους Τούρκους. Εκεί είχανε λοιπόν μοσχάρια κατασχέσει από κάθε φτωχό τότε Ρωμιό, φέρε το βόδι σου, φέρε τη γίδα σου, φέρε τα πρόβατά σου και τα ’χανε εκεί μέσα μαντρώσει όλα: «φέρε σανό να τα ταΐσεις, φέρε κριθάρι¨. Την ώρα λοιπόν αυτή, αλλά που είχε εκδικηθεί φοβερά, δηλαδή έπιασε το δρόμο από το Κάστρο και λέει του που πήγαινε απάνω στο Κάστρο: Πες στους Τούρκους ότι ο Μεντο Κωνσταντής παίρνει τα μοσχάρια. Αμολύθηκαν λοιπόν κάποια ομάδα για να πάει για τα μοσχάρια. Αυτοί είχαν κανονίσει την πορεία να μην βαρέσουν τον πρώτο, να βαρέσουν τον τελευταίο που φτάσει στο γάντσο κι έτσι πελέκησαν ορισμένους Τούρκους της εποχή εκείνη και μπαίνουν στη βάρκα και φεύγουν. Τους πήραν μάλιστα και κάνα δυο μοσχάρια και φύγανε για τη Μάνη, γιατί δεν είχαν θαλασσινό μέσο οι Τούρκοι να τους καταδιώξουν αλλά γινόντουσαν αυτά νύχτα, δεν γινόντουσαν μέρα, και ε, αυτή είναι η ιστορία των Μενταίων.
Ε, αυτός τότε, τον καταδίωκαν γιατί τους έκανε επεισόδια, δηλαδή όπου έβρισκε Τούρκο και τον κατάφερνε, τον εδούλευε. Κι έτσι λοιπόν τον είχανε μανία και είχανε φύγει να τον εβρούνε. Εδώ λοιπόν έπαιρνε νερό και πήγαινε επάνω σε μια σπηλιά, την οποία την έχω εγώ, ακόμα και είχε τη γυναίκα του εκεί, η… - Identifier: 373483
Internal display of the 373483 entity interconnections (Node labels correspond to identifiers)