να φυσάς-ατον ρούζ'.

  1. να φυσάς-ατον ρούζ'.
  2. Ψηφιακό τεκμήριο
  3. Ελληνικά
  4. Μη προσδιορισμένη
  5. 65
  6. φτείνια-χαρτωσιά
  7. Συρτάρι 65
  8. Κοτύωρα, Ξ.Ακόγλου, σ.464
  9. Κοτύωρα
  10. Κοτύωρα
  11. Να τον φυσήξεις πέφτει. Αδύνατος πολύ κι αδύναμος που με την πρώτη μπορεί κανείς να τον βάλει κάτω.
  12. φυσώ
  13. Βιβλίο
  14. Άκογλου, Ξενοφών Κ.