- να φυσάς-ατον ρούζ'.
- Ψηφιακό τεκμήριο
- Ελληνικά
- Μη προσδιορισμένη
- 65
- φτείνια-χαρτωσιά
- Συρτάρι 65
- Κοτύωρα, Ξ.Ακόγλου, σ.464
- Κοτύωρα
- Κοτύωρα
- Να τον φυσήξεις πέφτει. Αδύνατος πολύ κι αδύναμος που με την πρώτη μπορεί κανείς να τον βάλει κάτω.
- φυσώ
- Βιβλίο
- Άκογλου, Ξενοφών Κ.