Τομ βράδον που φουρκαλεί, φουρκαλεί τον κώλον ατ τομ παρνόν που φουρκαλεί, φουρκαλέι τομ πρόσωπον ατ.

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Ελληνικά
  3. Μη προσδιορισμένη
  4. 64
  5. φέρνω-φτηναίνω
  6. Συρτάρι 64
  7. Λ. Α. αρ. 142, 77, 3, Ποντιακά, Ι. Βαλαβάνης.
  8. 142
  9. Αρχείο Χειρογράφων
  10. Πόντος.
  11. φροκαλώ
  12. Βαλαβάνης, Ιωακείμ