Λέγεται όταν κανείς προσπαθή ή κατορθώνη με πολύν κόο, με κίνδυνο να αποκτήση μια καλή συνήθεια ή να περιορίση μια κακή.
Από τον Ναστραδίν Χότζα.
Ο Στρατηχότζας, λέ, είχε gανένα άδαρο κι είπε bως θα τονε συνηθίση νε μη dρώη. Τούκοψε λοιπόν το φαΐ. Ύστερα από καιρό τον ερώτηξε gανείς, λέει, ως τόσο, είdα 'πόκαμες με το άδαρο; εσυνίθισε, λέειμ να μη dρώη; Λέει, εσυνήθισε, λέει, μ' απάνω πο 'συνήθαν εψόφησε.
Π.χ. "Εκόdεβγε να τη bάθη κι η Καλή, σα dου Στραντηχότζα το 'άδαρο. Ήπιασε dη δίαιτα, τα ναδυνάτιση, κι εκόdεβγε να αποθάνη, που, α δε dην ήπαιρνεν η μάνα τζη είδηση, επάαινε. Ήρεψεν, όχι κι αστεία!"