Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Είσοδος
EN
Κεντρική πλοήγηση
Αναζήτηση
Default
Graph
Πρόσωπο
Ζευγώλη-Γλέζου, Διαλεχτή
Είδος οντότητας
Πρόσωπο
Φύλο
Γυναίκα
Συγγραφέας (368)
[view list]
-Είdα χαbάρια; -Οι ποdικοί στ' αbάρια.
Πόχει κατωθεό έχει και πανωθεό.
Ω τα χάλια μας κι'η φτώχεια κι'ήτονε και πρωτοβρόχια.
Α δε χαλάσης τα ποθής, δε bαίρνεις τ' αγαπάς.
Α δε χαλάσης, καρδιές θα κάψης.
Χαρτοπαίκτης : Του χαρτοπαίκτη, του ψαρά, του κυνηγού το πιάτο δέκα βολές ειν΄ αδειανό και μια βολά ΄εμάτο.
Ας χαρή ουργούρι κιας κοπή ποδάρι.
Α δε χαλάσης τα ποθείς δεν πέρνεις τ' αγαπάς.
Ό,τι θυμάται κανείς χαίρεται.
Ας χαρή ουργούρι κι' ας κοπή ποδάρι.
Ο Χάρος είναι καψερός μα είν΄ κι΄ αλησμονιάρης.
Ο χάρος χωρίς αφορμή dρέπεται.
Ο χάρος είναι φχαρισατημένος, που δε dου ρίχτουν άδικο οι άνθρωποι.
Ο χάρος είναι πάρωρος και πάρωρα ὐρίζει, κι'οπόβρη τρεις, παίρνει τσι δυο κι΄οπόβρη δυο, τον ένα κι' απόβρ'ένα μοναχό, παίρνει τονε κι' εκείνο.
Ο χάρος είναι και ροδιτής και ροδιτά υβρίζει κι'όπου 'ναι τρεις, παίρνει τσι δυο κι'όπου 'ναι δυο, τον ένα κι΄ όπου ΄ν ένας και μοναχός, παίρνει τονε κι' εκείνο.
Ο χάρος είναι καψερός, μα ει gι αλησμονιάρης.
Ο κόσμος είν' ένα (ή είναι το) δεdρί κι' εμείς το πωρικό dου κι' ο χάρος είναι τρυητής και τρώει το gαρπό του.
Μόνου ο χάρος δεν έχει ιατριά.
Ένα ένα παίρνει ο χάρος κι' ύστερνα τσι δεμαθιάζει.
Αbρός στου χάρου τσι πληές βότανα δε χωρούνε μήτε ιατροί ιατρεύουνε μητ' άοι βοηθούνε.
Ο χαριστής επέθανε .
Χαρίζει τ' αδειανό να πάρη το 'εμάτο.
Ο φτωχός κι η έρημη του μοίρα.
Ώσπου νάρθη του πλουσίου η αροξή βγαίνει του φτωχού η ψυχή.
Το bαρούτι ( ή τα άχερα) κι΄ η φωθιά δε gάνου gαλά.
Η φωθιά με τ ΄άχερα δε gάνου καλά.
Καλή ειν΄, άdρα μου, η φωθιά το Μάη.
Φωτιά: Η καμένη ( ή η κακομοίρα ) η φωθιά και το Μάη ε4ίναι γλυκειά.
Όπου φυτεύουν φύτευε κι' όπου ξεπατώνουν ξεπάτωνε.
Το δέdρο 'κει που πιάνει, εκεί το φεύγουν gιόλα.
Του φτωχού το βρέσιμο ή βελόνα ή κουμπί.
Χριστούγεννα: Τω Χριστόεννω οι ορτές και τω Φώτω οι σκόλες εμαυροκιτρινίσαι dω υναικώ τσί bόλιες.
1. Ο άνθρωπος με τα φυσικά d' αγαπιέται και με τα φυσικά dου μισέται. 2.Το καλό το φυσικό τόκοψεν ο Κρητικός. 3.Το φυσικό δε σώνεται, μ'αλήθεια (ή μάλιστα) και πληθύνει.
Το φυσικόδε σώνεται , μ'αλήθεια και πληθύνει.
Σαν ει΄dα Λαbριά σκοτεινά είναι τα Φώτα φωτεινά. Σαν ει΄ dα Λάbρια φωτεινά ειναι τα Φώτα σκοτεινά. Σαν ει΄ dα Φώτα σκοτεινά είναι τα Λάbρια φωτεινά. Σαν ει' dα Φώτα σκοτεινά είναι το Λάbρια σκοτεινά.
Ο φτωχός το ρούχο dου τρεις βολές το χαίρεται, καινούργιο και πλυμένο και καινουργιοβαλωμένο.
Με τα 'κατό στη φυλακή και με τα χίλια μέσα, να δώσω κι' άλλα εκατό να πάω παραμέσα.
Ιά τσ' άdρες ειν' οι φυλακές.
-
Φως φανάρι ή φως φανερό = ολοφάνερο.
Με τη φωνή κι ο άδαρος.
Φωνή: Με τη φωνή ( ή η φωνή) κι΄ ο άνδρας.
Όποιος φυλάει τα ρούχα dο 'χει τα μισά.
Χριστέ μη bέψης του φτωχού πόρτα και παραθύρι και πάπλωμα να σκεπαστή και πάρη το και φύη.
Οπού 'ναι φτώχεια, 'ναι και γρίνα.
H φτώχεια θέλει πιδεξωσύνη.
H φτώχεια θέλει καλοπέραση.
H φτώχεια θέλει αποϋριση.
Ανάθεμα τη φτώχεια κι όπου τση ζηλεύγει.
Ο Οβριός άμα φτωχάνη τα παλιά τεφτέρια πιάνει.
Μητ', οdε φτωχάνης, λύπου, μητ' οdε πλουτίνης, χαίρου.
Μητ', οdε πλουτίνης, χαίρου, μητ' οdε φτωχάνης, κλαίου.
Ώσπου να ΄ρθει του πλούσιου η όρεξη, βγαίνει του φτωχού η ψυχή.
Χριστέ, μη bέψης του φτωχού πόρτα και παρθύρι και πάπλωμα να σκεπαστή και πάρη και το φύη.
Φτωχός είν' ο διάολος.
Του φτωχού το παιδί αbρός φορεί κι΄ οπίσω θωρεί.
Του φτωχού το ζυμωτό το πληθύνει το νερό.
Του φτωχού το ζυμωτό το πληθύνει ο Θεός.
Του φτωχού το βρέσιμο ή βολόνα ή κουbί (ή καρφί).
Το πλούτος τω φτωχώ ει dα παιδιά.
Ο φτωχός το ρούχο του dου τρεις βολές το χαίρεται, καινούργιο και πλυμένο και καινούργιο bαλωμένο.
Ο φτωχός όλο bίμυτα πάει.
Ο φτωχός κι' η έρημη dου μοίρα ή Ο φτωχός κι΄η μοίρα dου.
Ότι να πας σ΄ ενούς φτωχού το σπίτι και δεν έχουνε ξύλα και νερό, ειν'από λόου dώνε φτωχοί.
Ότι να θες να κάμης το φτωχό να σκάση, πε του να σου δανείση.
Ο πλούσιος με τα λεφτά dου, κι' ο φτωχός με τα παιδιά dου.
Ο πλούσιος απεθαίνει μια βολά, (μα) ο φτωχός απεθαίνει κάθα μέρα.
Ο θεός δεν εσιχάθηκε dιοτ' άλλο, σα dο bερήφανο και το έρο bόρνο.
Να πούμε gαι του φτωχού (ή του στραβού) το δίκιο.
Είναι και φτωχό ταρνί κι' έχει και πλαθειά νοριά.
Βόηθα με, δολιοφτωχέ, να μη ενώ συνόμοιος σου.
Από φτωχό μη δανειστής και πάρη σ'από πίσω.
Άμα θες να βάλης το φτωχό να σκάση, πε του να σου χαλάσ΄ ένα φλουρί.
Αβούθα με (ή βοήθα με), καψοφτωχέ να μη έχω συνόμοιός σου.
Να 'δα 'κείνη bούφτυεν αdρας τς' εχτές εκειχάμαι και σήμερα 'φτυεν απάνω dου.
Ήφτυσα το σάλιο μου δε dο παίρν' απίσω.
Α φτύσω κάτω, φτώ τα ένεια μου, κι' α φτύσ' απάνω, φτώ τα φρύδια μου.
Α φτύσω κάτω, φτώ τα ένεια μου, κι' α φτύσ' απάνω, φτώ τα μoύτρα μου.
Α φτύσω κάτω, φτώ τα ένεια μου, κι' α φτύσ' απάνω, φτώ τα μυστάκια μου.
Έφτυσα dη 'ύφτισσα κι' είπε bως βρέχει.
Δε do θες εσύ το φτύσιμο, μόνου το θέλω 'ω.
Άμα δώση ο Θεός τω μελιdάκω οργή, του δώνει φτερά και πετά.
Ότι να δώση ο Θεός τω μελιdάκω οργή, τσι κάνει με τα φτερά.
Άμα δώση ο θεός του μελιdάκου οργή, του δώνει φτερά και πετά.
Βλ. συγχωρώ 1, φονιάς.
Φρού φρού φρού και τ' αμπέλια αξέφραα.
Φρου, φρου, φρου και τ΄αbέλια αξέφραα.
Φούρνος να μην gαπνίση.
Κανένας φούρνος θα βουλήση...
Άμα θες να καταρηστής κανενούς, να του καταρηστής να περάσ' από φούρνο, που ίνουdαι goυλούρες των bαιδιών.
Αλίς στο φούρνο, που θ' αψή, χωρίς να ενούνε κουλούρες των bαιδιών.
Αλίμονος στο φούρνο, που δε 'ινουbαι goυλούρες των bαιδιών.
Τση bουbουδάκαινας το φουρναριό.
Που φελά, παdου φελά.
Όποιος φελά στα κουνουπίδια φελά και στα μαρούλια.
Πέdε τη bραματεμένη, ξίζει μιάν εφελμένη,
-φελώ =αξίζω -Ξίζει μιάν εφελμένη δεκ΄ ά τη bραματεμένη.
Καλός-κακός απότραφος, πέντε δέκ' ανέμους απαντά.
Φρένιμος (ή έξυπνος) εάθεύτηκε, μεγάλο λάθος είναι.
Τω φρονίμων ολίγα.
Ζευγώλη-Γλέζου, Διαλεχτή -
Identifier:
168371
Internal display of the 168371 entity interconnections
(Node labels correspond to identifiers)
Loading..
Legend
Navigation
Info
Loading..
Controls
Freeze
Thaw
Fit
Narrowness
Inferred