Μι του ν'υχ στσίζ' τ' τρίχα.

  1. Μι του ν'υχ στσίζ' τ' τρίχα.
  2. Ψηφιακό τεκμήριο
  3. Ελληνικά
  4. τορνέσι-τρώγω
  5. Μη προσδιορισμένη
  6. Συρτάρι 62
  7. 62
  8. τρίχα
  9. Σ. Αναγνώστου, Λέσβος, Αθηνά ΚΕ, σελ. 266.
  10. Αθηνά ΚΕ
  11. 1873
  12. Λέσβος
  13. = με το νύχι σχίζει την τρίχα. Επί φιλαργύρων.
  14. Αναγνώστου, Σ.
  15. Περιοδικό