Έγινε στουπί (στουππίδι) στο μεθύσι.

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Συρτάρι 60
  3. Ελληνικά
  4. Σπετσιώτης-σύνορο
  5. 60
  6. Μη προσδιορισμένη
  7. Μεγίστη, Φ. Κουκουλές, ΗΜΕ, 1924, σ. 204.
  8. Μεγίστη
  9. 1924
  10. Από το στυππίον που μεταχειριζόμεθα προς έμφραξιν των οπών το οινοφόρου βυτίου και περιτύλιξιν της κάνουλας. Τούτο απορροφούν οίνον κ διαβριχοέμνον χαρακτηρίζει τον μεθύστα.
  11. στουππεί
  12. Μεγίστη
  13. Βιβλίο
  14. Κουκουλές, Φαίδων