Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Είσοδος
EN
Κεντρική πλοήγηση
Αναζήτηση
Default
Graph
Πρόσωπο
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Είδος οντότητας
Πρόσωπο
Φύλο
Άνδρας
Συγγραφέας (507)
[view list]
Σου κορτζού κρούν τσαί παίρνουν, σου φσαχού χαπάριν τζό ' χουν.
Τσάπ' α χαμηώσω, ά θέκουν α θάλι ση ράση μου πάνου.
Το χακί κρύβει πολλά.
Άμα φορέσης το χακί, είσαι τομάρι πουλημένο.
Βάσανα πόχει το χακί και πίκρες το γαλόνι!
Χαρτί μιλήση, χωριάτης πάψει.
Ποίτσε χαΐρι, ενί 'ς του πας σο Χριστό τσαφ καό,
Που ξέρει και χαιρετάει, ξέρει και τέχνη.
Τώρα όθε τόνε δης, χαιρέτα τον!
Την κανάκα του σκύλου, με τα χάδια την περνούνε.
Τα χάδια φέρνουνε ρεσέματα.
Στου Χάρου τσι λαβωματιές, βοτάνια δε χωρούνε, ούτε γιατροί , ούτ' άγιοι που βοχτούνε.
Στου Χάρου τσι λαβωματιές, βοτάνια δε χωρούνε, ούτε γιατροί , ούτ' άγιοι που βοχτούνε.
Ξύδι χάρισμα, γλυκό σα μέλι.
Μονάχα ο τζίτζικας λαλεί χάρισμα.
Οπόχει χρεία να ντυθή, σωκάρδια δε χαρίζει.
Το χαρισμένο άλογο, στα δόντια δεν κοιτάει.
Ξίδι χάρισμα γλυκό σα μέλι.
Να ξεδιαλεχτούμε στου Σκορδά το Χάνι!
Χάνος είμαι χάνομαι πέρκα είμαι πιάνομαι τζίλος είμαι σε γελώ και το δόλο σου χαλώ.
Χάνος είμαι χάνομαι, πέρκα είμαι πιάνομαι, χίλος είμαι και γελώ και το δόλωμα χαλώ.
Χάνος είμαι χάνομαι, πέρκα είμαι πιάνομαι, γίλος είμαι σε γελώ και το δόλο σου χαλώ.
Φωτιά απ΄ άχερα, και φωτιά από ξύλα.
Ο λύκος γύρω στη φωλιά τ' δεν τρώει.
Χωρίς φώλι και φωλιά, ξενογεννούν οι κότες.
Ώστα να γέν' του θέλ' μα τ' άρχονdα βγαίν' τη φτωχού γη ψ'χή.
Όταν φτωχαίνης φύτευε, κι όταν πλουταίνης χτιέ.
Όποιος κοντεύει στη φωτιά, πυρώνεται.
΄Γω φυσώ κι ψιχαλίζω κι το gάμbο λουλουδίζω.
Χαρά στα Φώτα φτα στεγνά κι τη Λαbρή βρεμένα, χαρά σι κείνο dο ζιβγά πόχει στη γης σπαρμένα.
Με φυσικόνε φάε πιε, και νηστικός ασήκω.
Χαρά στα Φώτα τα στεγνά, τη Λαμπριά να βρέχη.
Χαρά στα Φώτα τα στεγνά, τη Λαμπριά να βρέχη.
Αν dου μεράπου τα φύα πουά.
Σάμου α κουπώσουν dα κάτζαρα τα φύα τουν.
Τρεις τα Γέννα τρεις τα Φώτα κι΄ έξη την Ανάσταση.
Με τα 'κατό στη φυλακή και με τα χίλια μέσα.
Με τα πολλά στη φυλακή και με τα λίγα μέσα.
Οι φύλακες έχουνε τη γνώση.
Φτωχός φτωχούλ' αγάπησε κι' ο Θεός το πλούτι τσόδωκε.
Όλα τα πλούσια φρόνιμα, και τα φτωχά ζουρλά 'ναι.
Για νά 'βρη ο φτωχός το δίκιο του, πρέπει πρώτα πρώτα ναν τό 'χη, ύστερα να ξέρη ναν το πή, κ' ύστερα νά 'βρη άνθρωπο ναν τ' ακούση.
Φωνή φτωχού και γκαριξιά γαϊδάρου είν' ένα.
Φωνή φτωχού στον ουρανό δε σώνει.
Του φτωχού τ' αβγό, πουλί δε βγάνει.
Του φτωχού η αρρώστια, λιγοδούρητη.
Ο φτωχός 'αγιος μνήμη δεν έχει, κι αν έχη, δε δοξάζεται.
Ο φτωχός γενιά δεν έχει, μόνο γένεια και μουστάκια.
Έφα ο φτωχός κ' εγρίωσε, ο πλούσιος κι' ανεπαύτη.
Κακό που του 'ρτε του φτωχού, αν ακού' ο Θεός τσι δέησες του πλούσιου.
Ο φτωχός ποτέ τρία καλά δεν έχει.
Ο φτωχός τα ρούχα του τρεις φορές τα χαίρεται: Μια καινούργια, μια παλιά, και μια μπαλωμένα.
Ο φτωχός το δίκιο του, το 'χει για να κλαίεται.
Απά σ΄ φωνή κι γάδαρος.
Όποιος φλάγ' τα ρούχα τ' έχ΄τα μ΄σα.
Φύλαε τα ρούχα σου για ναχης τα μισά.
Φύλαγι τα ρούχα σ΄ να έης τα μ'σά.
Ο λύκος στην φωλιά τ΄ δεν τρώει.
Άλλονε δεν εσκάθηκε ο Θεός, παρά το φτωχόν περήφανο και το γέρο πόρνο.
Όσο 'χει ο φτωχός την κότα του, έχει ο πλούσιος τ' 'αλογό του.
Ο φτωχός όσα μπορεί κι' ο πλούσιος όσα θέλει.
Από φτωχό μη δανειστής, και πιάση τσι καμπάνες.
Φτωχό τ΄αρνί και πλατειά ορά.
Όποιος πεθαίνει από φτώχεια, κακό του κεφαλιού του κάνει.
Όποιος στη φτώχεια γεννηθή και πλούτη δε γνωρίση τη φτώχεια δεν τη σκιάζεται, όσον καιρό κι' α ζήση.
Ούτ' εκατ'ο χρονώνε πλούτι είδα, ούτ' εκατό χρονώνε φτώχεια.
Η φτώχεια θέλει καλοπέραση.
Άσκημη Λαμπρή ότα βρέχη, κι ο φτωχός ότα δεν έχη.
Η φτώχεια τέχνη εργάζεται κι' η πουτανία φκιασίδι.
Ο Βριγιός άμα φτωχάν' τα παλιά τιφτέρια πιάν'.
Είναι φτωχό τ' αρνί, έχει και πλατειά ουρά.
Πότε φτωχαίνεις, φτωχέ μου; Όταν δούλευα το ξένο κι έτρω' από το δικό μου.
Τι κάνεις γέροντα; Καθίστρες φτειάνω.
Του φτωχού το κέρατο στο δρόμο κατανταίνει.
Του πλουσίου το κέρατο ο πλούτος το σκεπάνει και του φτωχού το κέρατο στη φόρα κατεβαίνει.
Κόψι το ρωδ απ΄τη ρωδιά το χαμηλό, που φτάνεις, κι΄ εκεί που δε σε θέλουνε αγάπ΄ μην πας να κάνης.
Δίνε μου, φτωχούλη μου, να μη σου μοιάσω.
Τση φτωχιάς το παραπάτημα, στα μούτρα της, τση πλούσιας, στον ποδόγυρά της.
Να φτύσ' πανουφόρου, ξειά σα γένε σου, να φτύσ' κατουφόρου, ξειά σον gόφα σου.
Φτύνουν σε ση χαραή, συ λες 'τι βρέσει.
Η κάτα άμα δεν μπορεί να φτάσ΄ του ψάρι λέει ότι βρουμάει.
Ανάθεμα δυο πράματα, τη φτώχεια και γεράματα.
Η φτώχεια ΄ναι και χασομέρια.
Η φτώχεια ή σε ζουρλαίνει ή σε φρονιμαίνει.
Η φτώχεια χαμπηλώνει τ΄ αυτιά.
Η φτώχεια φέρνει τη γκρίνια.
Η ερημιά είναι κακιά, κ' η φτώχεια καταφρόνια.
Η κάτα σα δε φτάν΄ το κγιάς, ούφου! λέει, κι βρουμεί.
Σαν είν' ο αργαλειός στραβός, τι φταί η ανυφάντρα.
Φτινό κγιάς μαγειρεύγ'ς, το χαρανί σ' χαλάς.
Φτηνό κρέας προτιμάς, το ζουμί το χάνεις.
Όποιος αγοράζει φτηνό αρνί, χάνει και το ζουμί.
Που τ' αφτηνό κρέας πιθυμάει το ζουμί του το πετάει.
Όντες θέλει να χαλάσ' ο Θεός το μέρμηγκα, του βάνει φτερά και πετάει.
Του τζό φτάνει το κούτσι σου νdα πάρεις, " ΄ς εν dό σόνα", λές.
Η κατά σ΄άλειμμαν τζό ΄φτασε, λε ΄τι: ΄"εν΄ bαραστσευή".
Η φτήνεια τρώει τον παρά.
Φρού, φρού και τ' αμπέλια ξέφραα.
Αδά σο τόζιν σο τουμένι φερμάνι ψέλνεται;
Ο καλός ο φούρνος βγάνει τη νοικοκυρά ασπροπρόσωπη.
Καταθέτης (2)
[view list]
Λαογραφική Αποστολή εις Οθωνούς, Ερείκουσαν, Μαθράκι (νησίδας του νομού Κερκύρας) 6-26 Ιουλίου 1960. (Εντολή της Ακαδημίας Αθηνών 40556/1960).
Λαογραφική συλλογή εξ Αποστολής εις Παξούς (19 Αυγούστου - 3 Σεπτεμβρίου 1957)
Συλλογέας (2)
[view list]
Λαογραφική Αποστολή εις Οθωνούς, Ερείκουσαν, Μαθράκι (νησίδας του νομού Κερκύρας) 6-26 Ιουλίου 1960. (Εντολή της Ακαδημίας Αθηνών 40556/1960).
Λαογραφική συλλογή εξ Αποστολής εις Παξούς (19 Αυγούστου - 3 Σεπτεμβρίου 1957)
Λουκάτος, Δημήτριος Σ. -
Identifier:
67110
Internal display of the 67110 entity interconnections
(Node labels correspond to identifiers)
Loading..
Legend
Navigation
Info
Loading..
Controls
Freeze
Thaw
Fit
Narrowness
Inferred