Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Είσοδος
EN
Κεντρική πλοήγηση
Αναζήτηση
Default
Graph
Λήμμα
χαρίζω
Γλώσσα οντότητας
Ελληνικά
Λήμμα (127)
[view list]
Το χαρισίμιο άλογο, δεν το κοιτάζουνε στο κούτελο.
Χαρισμένο ξύδι, γλυκό σα μέλι.
Ο Κούτον ντο κ' επόρει να παιρ' χαρίζ'.
Οπόχει χρεία να ντυθή, σωκάρδια δε χαρίζει.
Κάποιου χαρίζαν γάδαρο, κι' η τσίγγωνεν τα δόντια του.
Κάποιου χαρίζαν πουκάμισο και του ήθελε και κεντημένο.
Ο Κούρδον το κ΄ επόρει να παίρ', χαρίζει.
Χαρίζει τα βανίλεια.
Α θα χαρίσης χάρισε, μ' απ' ότι σου χαρίσανε.
Το χαρισμένον ξύδι είναι γλυκύτερον από το μέλι.
Δεν είχαμεν αμέ χαρίζαμεν.
Ο νοικοκύρης το βιο τ' το ορίζει κι όπου θέλει το χαρίζει.
Αυτός εκχαρίζει κάστανα.
Δε χαρίζω.
Του χαρίζουν γάϊδαρο κι αυτός στα δόντια τον κοιτούνε.
Ο κουζουλός όντε του χαρίζουνε χαίρεται.
Δε σου χαρίζω.
Του χάριζαν το γάϊδαρο και τον κοίταε στα δόντια.
Γαϊδούρι χαρισμένο το κοιτάν και στα μάτια.
Τα δεν είχε εχάριζε
Λες που τα χαρίσης, θα να στο χρωστάω σε χάρι.
Ποτός χαρίζς τα καινούργια, το εδικό του.
Νάτων να χαρίζουνε, ποιος ειν που δεν έπερνε, που δεν έτρεχε.
Ακριβά τα πήρες, α στα χαρίσανε.
Τα χαρίζεις, μην τω κουδευνίζεις.
Εγώ δε χαρίζω κάστανα.
Και ο ζουρλός και ο φρόνιμος, τα δεν είχ' εχάριζε.
Δε χαρίζ' κράνια.
Το χαρισμένο άλογο, στα δόντια δεν κοιτάει.
Ξίδι χάρισμα γλυκό σα μέλι.
Κάποιον του χάριζαν έναν γάϊδαρο κι αυτός τον κύτταζε στα δόντια.
Το χαρισμένο άλογο στα δόντια δεν το βλέπουν.
Καποιουνού του χάρ΄ζαν ένα γουμάρ' κι του κοίταζι στα δόνdια.
Απέχει χρεία δε μπορεί, κι α θέλω να χαρίσω.
Δεν χαρίζει κάστανα.
Αν σου χαρίζουν δαμάλιμ, δένε το απ' το λαιμό, αν σου χαρίζουν δαχτυλίδι, άπλωνε το δάχτυλο.
Αν σου χαρίζουν δαμάλι δένε το απ' το λαιμό, αν σου χαρίζουν δαχτυλίδι άπλωνε το δάχτυλο.
Καποιανού χαρίζανε και στραβοκαμάρωνε.
Ο κούρτος ντο κ' επορεί να πακρ' χαρίζ.
Κάποιον χαρίζανε ένα γάϊδαρο, κι' αυτός τον κύτταζε στα δόντια.
Τ' άλογον που χαρίζου σε στα δόντια μην το βλέπης.
Κάποιου χάριζαν γομάρι και το τήραε στα δόντια.
Κάτινους εχάριζαν γάϊδαρο και τον κοίταγεστα δόντια.
Τ' άλογο που σου χαρίζουν στα δόντια μη το βλέπεις.
Κάτινους χάριζαν γάϊδαρο και τον κοίταζε στα δόντια.
Κάποιου χάριζαν γάϊδαρο κι' έψεγε τα δόντια του.
Κάτινους χαριζανε γάϊδαρο τόνε τήραγε και στα δόντια.
Καποιανού εχάριζαν ένα γομάρι κι' αυτός το κοίταζε στα δόντια.
Κάτινος εχάριζαν γάϊδαρο και 'κείνος εκαμάρωνε.
Κάποιον χάριζαν γάϊδαρο και επήραζε τ' αυτιά του.
Κάποιον χάριζαν γάϊδαρο, ήθελε και σαμάρι.
Κάποιον χάρ'σαν γάϊδαρο κι τον κοίταζε στα δόντια πόσου χρόνου ήταν.
Κάποιο γάϊδαρο χαρίζανε τουν έβλεπε κι στα δόντια.
Από κετά που αστόχησες, όπου θέλης χάριζες.(;)
Εδώ δε χαρίζω κάστανα.
Κάποιουν χάρ'ζαν του γουμάρ' κι' του κοίταζιν στα δόντια.
Έναν το χάρισαν ένα γαϊδούρι κι΄αυτό το κοιτούσε στα δόντια.
Κάποιου του χάριζαν 'ενα γάϊαρο κι' αυτός τον τήραε στα δόντια.
Ξύδι χαριστό κι απ' το μέλι πλιό γλυκό.
Χαρσμένο γουμέρ' στα δόντια του κοιτάζ'.
Δεν είχαμεν, αμ εχαρίζαμεν.
Γαϊδούρ χαρισμένο το κοιτάν και στα μάτια.
-Δε χαρίζω κάστανα. -Κάποιου χάριζαν γάιδαρο και κείνος κ΄τταζε τα δόντια του. -Του Βούλγαρου χαρίζεις ένα αβγό και σε λέγει θέλει κι' άλας. -Άλογο χαρίζεται στα δόντια δεν κυττάζεται.
Χαρισμένο άλογο στα δόντια δε το κοιτάζνα.
Κάποιου εχάριζαν κ΄ κοίταζε και εις τα δόντια.
Κατινούς χαρίζουν γάιδαρο κι εκείνος τον κοιτάει στα δόντια.
Δεν χαρίζει κάστανα.
Σε χαρισμένο άλογο τα δόντια του δεν βλέπουν.
Κάποιου χάρ΄ζαν γάϊδαρον τουν τηρούσν κι 'ς τα δόντια.
βλ δανείζω.
Καποιανού εχάριζαν γομάρι και το τήρα και στα δόντια.
Να χη χρεία και να χαρίζη.
Αν έχει χρεία να ντυθώ, συ κάρδιω δε χαρίζει. (;)
Κάποιου χαρίζαν γάιδαρο και του τήραγε ΄ς τα δόντια.
Χαρσμένο γυμάρ' δεν το κ΄τάζνς τα δόντια.
Κάτινος χαρίζαν γάϊδαρο και του κ΄ραγε σ΄τα δόντια.
Ενού του χάρζαν γουμάρ' κι' του κοίταξι στα δόντια.
Κάποιον τον χάρζαν άλογο και το κοίταζε και στα δόdια.
Δε χαρίζει κάστανα.
Πουλείς χαρίζεις, το πράμα σου δεν ορίζεις.
Εκείνη σου χαρίζω, ετούτη σου πουλώ.
Ετούτη σου πουλώ κι' εκείνη σου χαρίζω.
Αγγούρια σου χαρίζουν και λες πως είναι στραβά.
Το χαρισμένον άλογο στα δόντια δεν το βλέπουν.
Όποιος χαρίζει με πρόσωπον χαρούμενον, κάμνει διπλήν την χάρινν.
Κάπου χάριζαν γάδαρο, κ' ήψαχνεν και τα δικά του.
Το χαρισμένον ξείδι είναι πιο γυκό από το μέλι.
Πούλιο να θυμάσ' εκειά που σου χαρίζουνε πάρι εκειά που σου δανείζουνε.
Αη-Γιωργ'ς δε χαρζίζ' το σφοgάτο του.
Κάποιου χάρ'ζαν γάδαρο τσαι τε λόγιαζε στα δόdια.
Δε χαρζίζου κάστανα!
Χαρίζει τα βασίλεια.
Κάποιονα χάριζαν γάιδαρο και τον έβλεπε και στα δόντια.
Άλογο χαρίζουνε στα δόντια δεν το βλέπουν.
Άλο(γ)ο χαρισμένο στο στόμα δεν το βλεπουν.
Σε χαρισμένο άλογο τα ντόντια του δεν βλέπουν.
Κάτινους χαρίζανε ένα γάϊδαρο και τον κοίταγε στα δόντια.
Χαριζοπουλιώ σ' το, γιαγαίρνω παίρνω σου το!
Καμιανού χαρίζασι κι εψιλοκαμάρψνε.
Εχάρισες, επούλησες, και μπλειό σου δεν ορίζεις.
χαρίζω -
Identifier:
352578
Internal display of the 352578 entity interconnections
(Node labels correspond to identifiers)
Loading..
Legend
Navigation
Info
Loading..
Controls
Freeze
Thaw
Fit
Narrowness
Inferred