ἄταχτος

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἄταχτος
  4. Λήμμα
  5. Επίθετο
  6. ἄταχτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἄταχτε Τσακων.
  7. Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἄτακτος.
  8. Σημασιολογία: 1) Ὁ ἄνευ τάξεως, ἀνώμαλος, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων κοιν. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. κ.ἀ.) Τσακων.: Αὐτὸς εἶναι ἄταχτος ᾽ς τοἰς δουλε͜ιές του - ᾿ς τοὶς ἐπισκέψεις του- ᾿ς τὸ ντύσιμό του - ᾿ς τὸ φαεῖ τὸυ κττ. Ὁ πυρετὸς - ὁ σφυγμὸς τοῦ ἀρρώστου εἶναι ἄταχτος. Γένε͜ια - μαλλιˬὰ - μουστάκιˬα ἄταχτα (μὴ εὐτρεπισμένα). Κατάστιχα ἄταχτα. Ἄταχτος καιρός. Ἄταχτο δρομολόγιο κοιν. 2) Ὁ ἀτακτῶν, ζωηρός, ἀνήσυχος κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἄταχτος μαθητής. Ἄταχτο παιδὶ κοιν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσυμμάζευτος 3. 3) Ἄκοσμος, ἀπρεπὴς σύνηθ.: Λόγιˬα ἄταχτα. Αὐτὰ ποῦ κάνεις εἶναι ἄταχτα.