- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἄταχτος
- Λήμμα
- Επίθετο
- ἄταχτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἄταχτε Τσακων.
- Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἄτακτος.
-
Σημασιολογία:
1) Ὁ ἄνευ τάξεως, ἀνώμαλος, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων κοιν. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. κ.ἀ.) Τσακων.: Αὐτὸς εἶναι ἄταχτος ᾽ς τοἰς δουλε͜ιές του - ᾿ς τοὶς ἐπισκέψεις του- ᾿ς τὸ ντύσιμό του - ᾿ς τὸ φαεῖ τὸυ κττ. Ὁ πυρετὸς - ὁ σφυγμὸς τοῦ ἀρρώστου εἶναι ἄταχτος. Γένε͜ια - μαλλιˬὰ - μουστάκιˬα ἄταχτα (μὴ εὐτρεπισμένα). Κατάστιχα ἄταχτα. Ἄταχτος καιρός. Ἄταχτο δρομολόγιο κοιν. 2) Ὁ ἀτακτῶν, ζωηρός, ἀνήσυχος κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἄταχτος μαθητής. Ἄταχτο παιδὶ κοιν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσυμμάζευτος 3. 3) Ἄκοσμος, ἀπρεπὴς σύνηθ.: Λόγιˬα ἄταχτα. Αὐτὰ ποῦ κάνεις εἶναι ἄταχτα.