- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀταχτοποίητος
- Λήμμα
- Επίθετο
- ἀταχτοποίητος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.
- Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ταχτοποιητὸς < ταχτοποιῶ.
-
Σημασιολογία:
Ὁ μὴ τακτοποιηθείς, ἀκαταστατος: Ἔχω τὸ σπίτι μου ἀταχτοποίητο. Οἱ δουλε͜ιές μου ἔμειναν ἀταχτοποίητες. Πράματα ἀταχτοποίητα.