ἀταχτοποίητος

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀταχτοποίητος
  4. Λήμμα
  5. Επίθετο
  6. ἀταχτοποίητος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.
  7. Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ταχτοποιητὸς < ταχτοποιῶ.
  8. Σημασιολογία: Ὁ μὴ τακτοποιηθείς, ἀκαταστατος: Ἔχω τὸ σπίτι μου ἀταχτοποίητο. Οἱ δουλε͜ιές μου ἔμειναν ἀταχτοποίητες. Πράματα ἀταχτοποίητα.