- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- βλαστολόγημα
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Ουδέτερο
- βλαστολόγημα τό, σύνηθ. βλαστολόημα πολλαχ. βλαστουλόημα βόρ. ἰδιώμ. βλαστουλό᾿μα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
- Ἐκ τοῦ ρ. βλαστολογῶ.
-
Σημασιολογία:
1) Ἡ ἀποκοπὴ τῶν ἀργῶν καὶ ἀχρήστων βλαστῶν τῆς ἀμπέλου πρὸς ἐνίσχυσιν τῶν σταφυλοφόρων τοιούτων σύνηθ.: Λόγγιˬασι τ᾿ ἀμπέ’ ἀπ’ τὰ κιντρουβλάσταρα κὶ θέλ’ βλαστουλόημα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Συνών. βλαστολόγι 1. 2) Βλαστόκομμα ὃ ἰδ., Σκόπ. Στερελλ. (Καλοσκοπ).