- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- βλαστοκόφτης
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Αρσενικό
- βλαστοκόφτης ὁ, ΓΣακελλοπ. Παθήσεις στ᾿ ἀμπέλι 69.
- ᾿Εκ τοῦ ρ. βλαστοκόφτω.
-
Σημασιολογία:
Εἴδη ἐντόμων τῆς τάξεως τῶν κολεοπτέρων προσβάλλοντα τοὺς τρυφεροὺς βλαστοὺς τῆς ἀμπέλου.