βλαστοκόφτης

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. βλαστοκόφτης
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Αρσενικό
  7. βλαστοκόφτης ὁ, ΓΣακελλοπ. Παθήσεις στ᾿ ἀμπέλι 69.
  8. ᾿Εκ τοῦ ρ. βλαστοκόφτω.
  9. Σημασιολογία: Εἴδη ἐντόμων τῆς τάξεως τῶν κολεοπτέρων προσβάλλοντα τοὺς τρυφεροὺς βλαστοὺς τῆς ἀμπέλου.