- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀταχτία
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Θηλυκό
- ἀταχτία ἡ, Πόντ. (Κερασ.) ἀταχτίγιˬα Πόντ. (Κερασ.)
- Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄταχτος.
-
Σημασιολογία:
Ἔλλειψις τάξεως. Συνών. ἀταξία 1, ἀταχτοσύνη, ἀταχτωσία.