γρόθος

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. γρόθος
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Αρσενικό
  7. γρόθος ὁ, Ἀνάφ. Ζάκ. Ἤπ. (Ζαγόρ. Κοκκιν. Ξηροβούν.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Θήρ. Θρᾴκ. (Καβακλ. Λίμν. Σάκκ.) Ἰων. (Μπαντίρ.) Καππ. (Σινασσ.) Κεφαλλ. Κρήτ. (Κίσ. Κυδων. Πεδιάδ. Σέλιν.) Κύθηρ. Κύπρ. Λέσβ. (Πολυχνῖτ.) Μαθράκ. Μακεδ. (Παρθεν.) Μεγαρ. Πελοπν. (Ἀχαΐα Γορτυν. Κάμπος Λακων. Λάστ. Μάν. Μεσσην. Ξεχώρ. Πραστ.) Στερελλ. (Μαλεσ.) - Λεξ. Βάιγ. Πόππλετ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. - Ι. Βενιζελ. Παροιμ.2, 50, 104, 210, 485, 486 γρόθους Ἁλόνν. Δαρδαν. (Λάμψακ.) Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Αἰδηψ. Στρόπον.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ.) Θεσσ. (Ζαγορ. Τίρναβ.) Θρᾴκ. (Ἀλεξανδρούπ. Σουφλ.) Μακεδ. (Γαλατ. Δεσκάτ. Δρυμ. Κολινδρ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Λεβάδ. Λεπεν. Φθιῶτ.) γρόθ-θος Εὔβ. (Ἀνδρων.) Ἰκαρ. Κάρπ. Κάσ. Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Ρόδ. Τῆλ. γρόθθο Καλαβρ. (Μποβ.) γρόθτος Κύπρ. γρότθος Ἀστυπ. Χίος (Καρδάμ.) γρότ-ος Κῶς (Πυλ.) Ρόδ. γρότθο Καλαβρ. (Βουν. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) γρότ-ο Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) γρότ-το Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) γρόπ-ος Μεγίστ. γρότε Τσακων. (Πραστ.) γρόκτος Κύπρ. γρόχτος Κύπρ. γκρόθος Ἤπ. (Δρόβιαν.) γκρόθους Μακεδ. (Δρυμ.) gρόθος Πελοπν. (Λεῦκτρ. Μάν.) gρότ-το Ἀπουλ. (Κοριλ. Στερνατ. Τσολλῖν.) γλόθ-θος Κάσ. γλότ-τος Χίος (Καρδάμ.) γόουθους Σαμοθρ. βρόθος Βιθυν. (Κίος) Ἰων. (Καράμπ.) βρόθους Θρᾴκ. (Κομοτ.) βρόθ-θους Λυκ. (Λιβύσσ.) βρότθος Σύμ. βρότ-τος Σύμ. δρόθ-θος Ρόδ. δρόχος Θρᾴκ (Μάλγαρ.) γρόδητος Κύπρ.
  8. Ἐκ τοῦ Ἑλληνιστ. οὐσ. γρόνθος. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.
  9. Σημασιολογία: 1) Γροθιˬὰ 1, τὸ ὁπ. βλ., πολλαχ. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Βουν. Μπόβ. Χωρίο Βουν.) Καππ. (Σινασσ.) Τσακων. (Πραστ.): Σφίξε τὸ γρόθο σου Κρήτ. Νὰ σφίξῃ τοὺς βρόττους του Σύμ. ᾽Ν - νοῖξε τὸβ βρόττο σου! αὐτόθ. Τὄδουκι μιὰ μὶ τοὺ γρόθου τ᾽ Ἁλόνν. Ἅμα σοῦ δώσω μνιˬὰ μὶ τὸ γρόθο, θὰ σ᾽ τὰ λε͜ιώσω τὰ μυˬαλὰ σ᾽ Μακεδ. (Παρθεν.) Τοῦ κουπά᾽σ᾽ μία μὶ τοῦ γρόθου Εὔβ. (Στρόπον.) Πο͜ιός θὰ μπουρέσ᾽ νὰ ρουμπώσ᾽ τοὺ γρόθου τ᾽ ᾽κόμα βαθὰ ᾽ς τοὺ τσιμέντου; Θρᾴκ. (Σουφλ.) Ζ-ζυμώνουμε μὲ τοὺς γρόπ-ους Μεγίστ. Ἔβαλε τὸ gρότ-ο ὅσ-σου ᾽ς τὲ σ-σακ-κέτ-τε (τῆ γροθιά του μέσα στὶς τσέπες) Βουν. Ἄ σηκώσω τὸ βρόθο, θὰ δγῇς Βιθυν. (Κίος). Μὴ χτυπᾷς τοὺ γρόθου σ᾽, δὲ σκιˬάζουμ᾽ ἰγὼ Στερελλ. (Φθιῶτ.) Ὁ πρεβύτερο, dόπου ποὺ ἐχόρταε, πιˬάννει τοὺ γρότ-ου γιˬομάτου ἄσ-ε φαγὶ (ὁ παππᾶς, ἀφοῦ ἐχόρτασε, πιάνει τοὺς γρόθους γεμάτους ἀπὸ φαΐ) Χωρίο Βουν. Εἶδεν τὸν ἀράπη ποὺ τῆς ἔγνεφεμ μὲ τὸ γρότθον του Χίος (Καρδάμ.) Ἔ᾽ δύναμ᾽, ἅμα σφίξ᾽ τοῦ γρόθου τ᾽, οὕλα γίνουνται Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Μὄδουκι ἕνα ἁπίδ᾽ μιγάλου σὰ γρόθου Ἤπ. (Κουκούλ.) Τὰ ρεπάνιˬα ᾽ς τὸ κηπάρι μου εἶναι χοdροκοτσάνικα σὰ γρόθος Μαθράκ. Ἐγὼ κοιμοῦμαι κιˬ ἁρπᾷ μιˬὰ bέτρα τοσηνέ, σὰ τζὶ δυˬό μου γρόθους Κρήτ. (Πεδιάδ.) || Φρ. Τὸ γρόθο τόνε σφίgω ἀκόμα (ἐπὶ γέροντος διατηροῦντος τὰς σωματικάς του δυνάμεις) Ἀνάφ. Εἶναι ἕνα γρόθ-θο (ἐπὶ ἀνθρώπου μικροσώμου) Εὔβ. (Ἀνδρων.) Ἴσαμ᾽ ἕνα δρόχο (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Θρᾴκ. (Μαλγαρ.) Αὐτὸν τοὺ γρόθου φοβᾶσι; (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (Γαλατ.) || Παροιμ. Ἔχεις γρόθο, τρῷς πεπόνι (ὁ ὶσχυρὸς ἐπιτυγχάνει τὸ ἐπιδιωκόμενον) Θήρ. Ὅπο͜ιος ἔχει γρόθους τρώει καρύδια (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ζάκ. Συνὼν. Παροιμ. Ἔ᾽ς γρουθυˬά, τρῷς ἀπίδ᾽. Χτυπάει τοὺ μαχαίρ᾽ μὶ τοὺ γρόθου (ἐπὶ τῶν ἀντιτασσομένων πρὸς τοὺς ἰσχυροτέρους) Ἤπ. (Ζαγόρ.) || ᾌσμ. Ἀπῆς γεράσῃ ὁ ἄνθρωπος, κάνει ὁ μυˬαλός του γιˬόθους, μιλεῖς του καὶ σὰ νὰ χτυπᾷς εἰς τὸ χαράκι γρόθους (γιˬόθους = δοθιῆνας, σπυριὰ) Κρήτ. Ἀλλάργ᾽ ἀλλάργα, Κωσταdᾶ, μὴσ σὲ ποδοκυλήσω κιˬ ὁ γρότ-ος μου σὲ μάεται καὶ τὸ σπαθίμ μου κόβκει Κῶς (Πυλ.) 2) Γροθιˬὰ 4, τὸ ὁπ. βλ., πολλαχ.: Τοῦ δίνω ἓνα γρόθο Κεφαλλ. Θὰ σοῦ δώσω ἕνα γρόθο, ποὺ θὰ εἶναι ὅλος δικός σου Μέγαρ. Θὰ ζὲ δώκου καένα γρόθο, νὰ ζὲ λύσου τὴ μύτη, νὰ τρέχῃ τὸ αἶμα ποτάμι Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Τὸν ἀρκίνηκα ᾽ς τοὺς γρόθ-θους Εὔβ. (Ἀνδρων.) Τώρα προστατεύουνε τόσο τὶς γυναῖκες, ἐνῶ τὸν παλιˬὸ καιρὸ ἀπὸ κλότσο σὲ γρόθο τὶς πάγαιναν Α. Ταρσούλ., Ν. Ἑστ. 2 (1928), 226. || Παροιμ. Γρόθους σήμερα καὶ λόγιˬα αὔριο (ἐπὶ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἀρχίζουν ἀπὸ ὅπου ἔπρεπε νὰ τελειώνουν) Ι. Βενιζελ., Παροιμ.2 50, 104. 3) Γροθιˬὰ 5, τὸ ὁπ. βλ., Καλαβρ. (Γαλλικ. Χωρίο Βουν.) Πελοπν. (Κίτ. Λεῦκτρ. Μάν. Πραστ.) Τσακων. (Πραστ.) : Θὰ ζὲ δώκου καένα γρόθο ἀμύγδαλα Κίτ. Ἔβαλα ἕνα gρόθο ἀλεύρι Μάν. Ἕνα gρόθο στάρι Λεῦκτρ. Ἕνα γρόθο σῦκα Πελοπν. (Πραστ.) Σὰν ἔχω κανὲ γρότ-το ἀσ-ὲ ἀλεύρι Χωρίο Βουν. Πιˬάν-νω ἕναν gρότ-ον ἅλα (μιὰ χοὐφτα ἁλάτι) Γαλλικ. Δί᾽ σι ἕνα γρότε κρίσα (δῶσε του ἕνα γρόθο κριθάρι) Τσακων. (Πραστ.) Ἐμαζοῦκα ἕνα γρότ-ε ἐίε (ἐμάζωξα ἕνα γρόθο ἐλιὲς) αὑτόθ. Ἁβράε ἕνα γρότε κάρα τσ᾽ ἐχάε (ἥρπασεν ἕνα γρόθο καρύδια καὶ ἐχάθη, ἀπεμακρύνθη ἀμέσως) αὐτόθ. 4) Μέτρον μήκους ἴσον πρὸς τὸ μῆκος τοῦ γρόνθου Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Στερελλ. (Λεπεν.) Τσακων. (Πραστ.): Οὑ ἥλιˬους εἶι τόσους γρόθους ᾽λὰ Λεπεν. Ἀπὸ τὰ έρι ὥς σάμερε ἀψελιˬάντζε ἕνα γρότε ἁ κίσα (ἀπὸ χθὲς ἕως σήμερον ψήλωσε μιὰ γροθιὰ τὸ κριθάρι) Πραστ. Ὅσους γρόθους ἔχει βάθος ὁ σωρὸς τοῦ σταριˬοῦ, τόσα φορτώματα θὰ δώσῃ Κάμπος Λακων. 5) Ὁ κόμβος, τὸ γόνατον τῆς καλάμης τῶν δημητριακῶν Ἀστυπ. Κρήτ. Πελοπν. (Γορτυν.): Γνωμ. Πέντε μῆνες ἕνα γρόθο, πέντε γρόθους ἕνα μῆνα (ἡ ταχυτάτη ἀνάπτυξις τῶν δημητριακῶν πραγματοποιεῖται τὸν πέμπτον μῆνα μετὰ τὴν σπορὰν) Γορτυν. Πένdε μῆνες πένdε γρότθοι τσ᾽ ἕνας μῆνας πένdε γρότθοι (συνών. τοῦ προηγουμ.) Ἀστυπ. Συνών. γνωμ. πέντε μῆνες ἕνας κόμπος, ἕνας μῆνας πέντε κόμποι. 6) Ὁ καρπὸς τῆς Σίκυος τῆς κολοκυνθίδος (Citzulus colocynthis), κοινῶς πικραγγουριᾶς Κάσ. : ᾎσμ. Ὦ γλόθ-θο τῆς πικραγγουριˬᾶς, Νικόλα τῆς Βουνάρας, πού ᾽χεις τὸ νοῦ τῆς ἀελᾶς τσαὶ μούτσουνο τῆς γάρας (ἀελᾶς = ἀγελάδος, γάρας = γαϊδάρας). Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γρόθος Εὔβ. (Αἰδηψ.) καὶ Γρόθους Στερελλ. (Μαλεσ.)