- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- βλαστοκοπῶ
- Λήμμα
- Ρήμα
- βλαστοκοπῶ Πελοπν. (Δημητσάν. Καρίτ .Στεμν. Τρίκκ.) - Λεξ.Ἐλευθερουδ. Μ’Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. βλαστουκουπῶ Σάμ. (Μαραθόκ.)
- Τὸ μεταγν. βλαστοκοπῶ.
-
Σημασιολογία:
᾿Αποκόπτω τοὺς ἄκρους ἢ ἀργοὺς καὶ ἀχρήστους βλαστοὺς τῆς ἀμπέλου ἢ καὶ ἄλλων φυτῶν πρὸς ἐνίσχυσιν τῶν καρποφόρων βλαστῶν αὐτῶν ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Γιˬὰ βάλε νεˬοὺς ταὶ σκάψε με, γέρους ταὶ κλάδεψέ με, βάλε κορίτα ἀνύπαντρα ταὶ κορφοκόπησέ με, βάλε γρϊὲς μισόκοπες ταὶ βλαστοκόπησέ με Τρίκκ. Συνών. ἀργολογῶ (Ι) 1, βλασταρολογῶ, βλαστοκόφτω, βλαστολογῶ 1.