- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἄταχτα
- Λήμμα
- Επίρρημα
- ἄταχτα ἐπίρρ. κοιν. καὶ Πόντ. (Σάντ. κ.ἀ.)
- Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄταχτος.
-
Σημασιολογία:
1) Οὐχὶ τακτικῶς σύνηθ.: Τὸν βλέπουμε ἄταχτα. 2) Ἀτάκτως, ἀκόσμως κοιν. καὶ Πόντ. (Σάντ. κ.ἀ.): Ζῇ - τρώει -κάνει τοὶς δουλε͜ιές τοῦ ἄταχτα κοιν. Κάμνει ἄταχτα (κάμνει ἀταξίες) Εὔβ. (Κονίστρ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Πβ. ἀπάταχτα.