βλαστοκόπημα

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. βλαστοκόπημα
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Ουδέτερο
  7. βλαστοκόπημα τό, ΠΓεννάδ. 80 -Λεξ. Περίδ. Δημητρ.
  8. ᾿Εκ τοῦ ρ. βλαστοκοπῶ.
  9. Σημασιολογία: Βλαστόκομμα, ὃ ἰδ.