- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- βλαστοκόπημα
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Ουδέτερο
- βλαστοκόπημα τό, ΠΓεννάδ. 80 -Λεξ. Περίδ. Δημητρ.
- ᾿Εκ τοῦ ρ. βλαστοκοπῶ.
-
Σημασιολογία:
Βλαστόκομμα, ὃ ἰδ.