- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- γροθοπόλεμος
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Αρσενικό
- γροθοπόλεμος ὁ, Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ.
- Ἐκ τῶν οὐσ. γρόθος καὶ πόλεμος. Ἡ λ. καὶ εἰς Βλάχ.
-
Σημασιολογία:
Γροθομαχία, τὸ ὁπ. βλ.