γροθοπατινάδα

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. γροθοπατινάδα
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Θηλυκό
  7. γροθοπατινάδα ἡ, Ἀθῆν. Α. Κρήτ. γροθοbαντινάδα Πελοπν. (Γαργαλ.)
  8. Ἐκ τῶν οὐσ. γρόθος καὶ πατινάδα.
  9. Σημασιολογία: Γροθοκόπημα, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ. ἀν.: Τὸν ἄρχισε ᾽ς τίς γροθοπατινάδες Ἀθῆν. Ἀρχινήσατε πάλε τὶς γροθοbαντινάδες Πελοπν. (Γαργαλ.) Πβ. κλοτσοπατινάδα.