- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- γροθοπατινάδα
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Θηλυκό
- γροθοπατινάδα ἡ, Ἀθῆν. Α. Κρήτ. γροθοbαντινάδα Πελοπν. (Γαργαλ.)
- Ἐκ τῶν οὐσ. γρόθος καὶ πατινάδα.
-
Σημασιολογία:
Γροθοκόπημα, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ. ἀν.: Τὸν ἄρχισε ᾽ς τίς γροθοπατινάδες Ἀθῆν. Ἀρχινήσατε πάλε τὶς γροθοbαντινάδες Πελοπν. (Γαργαλ.) Πβ. κλοτσοπατινάδα.