- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- βλαστόκομμα
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Ουδέτερο
- βλαστόκομμα τό, Εὔβ. (Χαλκ.) βλαστόκουμμα Σάμ.
- ᾿Εκ τοῦ ρ. βλαστοκόφτω.
-
Σημασιολογία:
Ἡ ἀποκοπὴ τῶν ἄκρων τῶν καρποφόρων βλαστῶν τῆς ἀμπέλου. Συνών. ἀργολόγημα, βλαστοκόπημα, βλαστολόγημα 2, βλαστολόγι 2.