βλαστόκομμα

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. βλαστόκομμα
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Ουδέτερο
  7. βλαστόκομμα τό, Εὔβ. (Χαλκ.) βλαστόκουμμα Σάμ.
  8. ᾿Εκ τοῦ ρ. βλαστοκόφτω.
  9. Σημασιολογία: Ἡ ἀποκοπὴ τῶν ἄκρων τῶν καρποφόρων βλαστῶν τῆς ἀμπέλου. Συνών. ἀργολόγημα, βλαστοκόπημα, βλαστολόγημα 2, βλαστολόγι 2.