βλαστικὸ

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. βλαστικὸ
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Ουδέτερο
  7. βλαστικὸ τό, Καππ. (᾽Ανακ. Φερτ.)
  8. ᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. βλαστικός=ὁ ἔχων τάσιν πρὸς βλάστησιν.
  9. Σημασιολογία: Τὸ φυτὸν ὤκιμον τὸ βασιλικόν. Συνών. βασιλικὸς Β 13.