- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀτάσταλος
- Λήμμα
- Επίθετο
- ἀτάσταλος ἐπίθ. Πόντ. (Κοτύωρ.)
- Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀτάσθαλος.
-
Σημασιολογία:
Ἄτακτος, ἀκατάστατος: Ἀτάσταλα παιδία.