ἀτάσταλος

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀτάσταλος
  4. Λήμμα
  5. Επίθετο
  6. ἀτάσταλος ἐπίθ. Πόντ. (Κοτύωρ.)
  7. Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀτάσθαλος.
  8. Σημασιολογία: Ἄτακτος, ἀκατάστατος: Ἀτάσταλα παιδία.