γροθομάχομαι

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. γροθομάχομαι
  4. Λήμμα
  5. Ρήμα
  6. γροθομάχομαι Λεξ. Μπριγκ.
  7. Ἐκ τοῦ οὐσ. γρόθος καὶ τοῦ ρ. μάχομαι. Ἡ λ. και εἰς Βλάχ.
  8. Σημασιολογία: Ἀγωνίζομαι κτυπῶν διὰ τῶν γρόνθων, διαπυκτεύω.