γροθομαχία

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. γροθομαχία
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Θηλυκό
  7. γροθομαχία ἡ, Γ. Μαρκορ., Ἔργ., 130.
  8. Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. γροθομάχος (βλ. γροθομάχομαι). Πβ. πυγμαχία.
  9. Σημασιολογία: Πυγμαχία : Ποίημ. Μὲ σῶμα γυμνωμένο ἀρχίζαν ἄλλοι τρέξιμο ἐκεῖ, γροθομαχία καὶ πάλη.