- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- γροθομαχία
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Θηλυκό
- γροθομαχία ἡ, Γ. Μαρκορ., Ἔργ., 130.
- Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. γροθομάχος (βλ. γροθομάχομαι). Πβ. πυγμαχία.
-
Σημασιολογία:
Πυγμαχία : Ποίημ.
Μὲ σῶμα γυμνωμένο ἀρχίζαν ἄλλοι
τρέξιμο ἐκεῖ, γροθομαχία καὶ πάλη.