ἀταρούλλης

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀταρούλλης
  4. Λήμμα
  5. Επίθετο
  6. ἀταρούλλης ἐπίθ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Οὐδ. ἀταρούλλι Πελοπν. (Μαζαίικ.)
  7. Ὑποκορ. τοῦ ἐπιθ. ἄταρος διὰ τῆς καταλ. –ούλλης.
  8. Σημασιολογία: 1) Ὁ ὀλίγον τι ἀσθενοῦς χαρακτῆρος Πελοπν. (Ἀρκαδ). 2) Οὐδ. τὸ ὀλίγον τι πλαδαρὸν Πελοπν. (Μαζαίικ.): Εἶναι ἀταρούλλιˬα τὰ κρέατα τοῦ μικροῦ παιδιˬοῦ.