- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀταρούλλης
- Λήμμα
- Επίθετο
- ἀταρούλλης ἐπίθ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Οὐδ. ἀταρούλλι Πελοπν. (Μαζαίικ.)
- Ὑποκορ. τοῦ ἐπιθ. ἄταρος διὰ τῆς καταλ. –ούλλης.
-
Σημασιολογία:
1) Ὁ ὀλίγον τι ἀσθενοῦς χαρακτῆρος Πελοπν. (Ἀρκαδ). 2) Οὐδ. τὸ ὀλίγον τι πλαδαρὸν Πελοπν. (Μαζαίικ.): Εἶναι ἀταρούλλιˬα τὰ κρέατα τοῦ μικροῦ παιδιˬοῦ.