γροθοκοπῶ

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. γροθοκοπῶ
  4. Λήμμα
  5. Ρήμα
  6. γροθοκοπῶ Λεξ. Βάιγ. Ψύλλ. Περίδ. Μπριγκ. Δημητρ. γροθοκοπάω Ζάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Γαργαλ.) - Σ. Ματσούκ., Γλυκοχαράμ., 65 γροθοκοποῦ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γρουθουκουπῶ Ἴμβρ. γρουθουκ᾽πῶ Θρᾴκ. (Αἶν.) γροκτοκοπῶ Κύπρ.
  7. Ἐκ τοῦ οὐσ. γρόθος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –κοπῶ, διὰ τὴν ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 245. Ἡ λ. καὶ εἰς Βλάχ. καὶ Σομ.
  8. Σημασιολογία: Γροθοκοπανίζω, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Τό ᾽χε βάλει χάμου τὸ παιδὶ καὶ τὸ γροθοκόπα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Κάτσε ἥσυχα, γιατί, ἄν σ-σηκωθῶ πάνω, ᾽ὲν - νὰ σὲ γροκτοκοπήσω Κύπρ. Γροκτοκοπᾷ τὸ μωρόν της αὐτόθ. Τί κάθεσαι καὶ σὲ γροθοκοπάει ὁ μοῦλος; Πελοπν. (Γαργαλ.) || Ποίημ. Καὶ τὸν ἀγέρα πολεμάει νὰ πιˬάσῃ μὲ τὰ χέριˬα, γροθοκοπάει τὴ θάλασσα καὶ τίποτα δὲν κάνει Σ. Ματσούκ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. εἰς λ. γροθοκοπανίζω.