- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- γροθοκοπῶ
- Λήμμα
- Ρήμα
- γροθοκοπῶ Λεξ. Βάιγ. Ψύλλ. Περίδ. Μπριγκ. Δημητρ. γροθοκοπάω Ζάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Γαργαλ.) - Σ. Ματσούκ., Γλυκοχαράμ., 65 γροθοκοποῦ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γρουθουκουπῶ Ἴμβρ. γρουθουκ᾽πῶ Θρᾴκ. (Αἶν.) γροκτοκοπῶ Κύπρ.
- Ἐκ τοῦ οὐσ. γρόθος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –κοπῶ, διὰ τὴν ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 245. Ἡ λ. καὶ εἰς Βλάχ. καὶ Σομ.
-
Σημασιολογία:
Γροθοκοπανίζω, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Τό ᾽χε βάλει χάμου τὸ παιδὶ καὶ τὸ γροθοκόπα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Κάτσε ἥσυχα, γιατί, ἄν σ-σηκωθῶ πάνω, ᾽ὲν - νὰ σὲ γροκτοκοπήσω Κύπρ. Γροκτοκοπᾷ τὸ μωρόν της αὐτόθ. Τί κάθεσαι καὶ σὲ γροθοκοπάει ὁ μοῦλος; Πελοπν. (Γαργαλ.) || Ποίημ.
Καὶ τὸν ἀγέρα πολεμάει νὰ πιˬάσῃ μὲ τὰ χέριˬα,
γροθοκοπάει τὴ θάλασσα καὶ τίποτα δὲν κάνει
Σ. Ματσούκ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. εἰς λ. γροθοκοπανίζω.