ἄταρος

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἄταρος
  4. Λήμμα
  5. Επίθετο
  6. ἄταρος ἐπίθ. Κρήτ. (Χαν.) Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Ἀνδροῦσ. Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Δημητσάν. Μαζαίικ. Μεσσ. Οἰν.) - Λεξ. Δημητρ.
  7. Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. ταρός.
  8. Σημασιολογία: 1) Πρόωρος, ἀτελὴς Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Μεσσ.): Τὸ παιδὶ ἐγεννήθη ἄταρο Ἀρκαδ. Ἄταρο ἀβγὸ (τὸ μὴ τελείως πεπηγμένον κέλυφος ἔχον) Ἀρκαδ. Μεσσ. Ἄταρο ψωμὶ (τὸ μὴ ἐπαρκῶς ψηθὲν) Βούρβουρ. 2) Ὁ ἀκαίρως γενόμενος Κρήτ. (Χαν.): Πολλὰ ἄταρο τὄκαμε. 3) Ἀνήλικος Πελοπν. Μεσσ.): Εἶναι ἄταρο παιδὶ ἀκόμα. β) Ἀνίσχυρος Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.): Τὸ ἀρνὶ εἶναι ἄταρο, δὲ μπορεῖ νὰ σταθῇ ’ς τὰ πόδιˬα του. 4) Πλαδαρὸς Πελοπν. (Μαζαίικ.): Ἄταρο κρέας - τυρί. 5) Ὁ ἀσθενοῦς κράσεως Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Κορινθ.): Ἄταρος ἄνθρωπος Κορινθ. Ἄταρο παιδὶ αὐτὀθ. Ἄταρη γενεˬὰ αὐτόθ. || Φρ. Ἄταρος κάβουρας (ἐπὶ τοῦ καχεκτικοῦ) Ἀνδροῦσ. 6) Ἀναίσθητος Λεξ. Δημητρ.: Ἔμεινε - κοιμᾶται ἄταρος.