- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἄταρος
- Λήμμα
- Επίθετο
- ἄταρος ἐπίθ. Κρήτ. (Χαν.) Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Ἀνδροῦσ. Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Δημητσάν. Μαζαίικ. Μεσσ. Οἰν.) - Λεξ. Δημητρ.
- Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. ταρός.
-
Σημασιολογία:
1) Πρόωρος, ἀτελὴς Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Μεσσ.): Τὸ παιδὶ ἐγεννήθη ἄταρο Ἀρκαδ. Ἄταρο ἀβγὸ (τὸ μὴ τελείως πεπηγμένον κέλυφος ἔχον) Ἀρκαδ. Μεσσ. Ἄταρο ψωμὶ (τὸ μὴ ἐπαρκῶς ψηθὲν) Βούρβουρ. 2) Ὁ ἀκαίρως γενόμενος Κρήτ. (Χαν.): Πολλὰ ἄταρο τὄκαμε. 3) Ἀνήλικος Πελοπν. Μεσσ.): Εἶναι ἄταρο παιδὶ ἀκόμα. β) Ἀνίσχυρος Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.): Τὸ ἀρνὶ εἶναι ἄταρο, δὲ μπορεῖ νὰ σταθῇ ’ς τὰ πόδιˬα του. 4) Πλαδαρὸς Πελοπν. (Μαζαίικ.): Ἄταρο κρέας - τυρί. 5) Ὁ ἀσθενοῦς κράσεως Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Κορινθ.): Ἄταρος ἄνθρωπος Κορινθ. Ἄταρο παιδὶ αὐτὀθ. Ἄταρη γενεˬὰ αὐτόθ. || Φρ. Ἄταρος κάβουρας (ἐπὶ τοῦ καχεκτικοῦ) Ἀνδροῦσ. 6) Ἀναίσθητος Λεξ. Δημητρ.: Ἔμεινε - κοιμᾶται ἄταρος.