- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- βλαστιˬάζω
- Λήμμα
- Ρήμα
- βλαστιˬάζω ἀμάρτ. βλασκιˬάζω Μεγίστ.
- Ἐκ τοῦ οὐσ. βλαστός.
-
Σημασιολογία:
Βλαστίζω 1, ὃ ἰδ.