βλαστιˬάζω

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. βλαστιˬάζω
  4. Λήμμα
  5. Ρήμα
  6. βλαστιˬάζω ἀμάρτ. βλασκιˬάζω Μεγίστ.
  7. Ἐκ τοῦ οὐσ. βλαστός.
  8. Σημασιολογία: Βλαστίζω 1, ὃ ἰδ.