γροθοκοπισμὸς

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. γροθοκοπισμὸς
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστκό
  6. Αρσενικό
  7. γροθοκοπισμὸς ὁ, Ὀθων.
  8. Ἐκ τοῦ ρ. γροθοκοπῶ.
  9. Σημασιολογία: Γροθοκοπάνισμα, τὸ ὁπ. βλ.: Πάει καὶ bαίνει μέσα ᾽ς τὴ βασίλισσα. Φωνὲς ἡ βασίλισσα μεάλες! Αὐτὸς κλοτσιˬὲς μέσα ᾽ς τὴ βασίλισσα, γροθοκοπισμὸς (ἐκ παραμυθ.)