- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- βλαστὶ
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Ουδέτερο
- βλαστὶ τό, Νίσυρ. βλαστρὶ Νάξ. ('Απύρανθ.)
- Ἐκ τοῦ οὐσ. βλαστός. Διὰ τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ ρ ἐν τῷ τύπ. βλαστρὶ ἰδ. ΦΚουκουλ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 83 κἑξ.
-
Σημασιολογία:
1) Βλαστὸς Νίσυρ: ᾎσμ. Κιˬ ἄνε ξεπέση τὸ βλαστί, πάλε βλαστὶ θενά ᾽ναι κ᾿ ἡ ὀμορφιˬὰ ᾿ς τὸν ἄνθρωπο μεγάλη περιουσιˬά ’ναι Συνών. βλαστὸς Α1. 2) Μεταφ. νέος ἢ νέα εὐσταλὴς Νάξ. (᾿Απύρανθ.): ᾎσμ. ᾽Ομορφοκαμωμένη μου, βλαστρί μ᾿ ἀπ᾿ ἄρα͜ιο gλῆμα. (ἄραι͜ο=ὡραῖον). Συνών. βλαστὸς Β1.