γροθοκοπιˬὰ

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. γροθοκοπιˬὰ
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Θηλυκό
  7. γροθοκοπιˬὰ ἡ, Κ. Ρίζου, Κορακίστ., 40.
  8. Ἐκ τοῦ ρ. γροθοκοπῶ Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.
  9. Σημασιολογία: Γροθοκοπάνισμα, τὸ ὁπ. βλ.: Βλέπω πὼς ἀνοίξασί σας τὴν ὄρεξη οἱ γροθοκοπιˬές.