- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- γροθοκοπιˬὰ
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Θηλυκό
- γροθοκοπιˬὰ ἡ, Κ. Ρίζου, Κορακίστ., 40.
- Ἐκ τοῦ ρ. γροθοκοπῶ Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.
-
Σημασιολογία:
Γροθοκοπάνισμα, τὸ ὁπ. βλ.: Βλέπω πὼς ἀνοίξασί σας τὴν ὄρεξη οἱ γροθοκοπιˬές.