Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Είσοδος
EN
Κεντρική πλοήγηση
Αναζήτηση
Default
Graph
Λήμμα
φυτεύω
Γλώσσα οντότητας
Ελληνικά
Λήμμα (22)
[view list]
Όπου φυτεύουνε φύτευγε, κι' όπου ξεπατώνουνε, ξεπάτωνε.
Φυτεύει αμπέλι με το λοστό.
Οπού ναι αμπέλια φύτευε, κι όπου ναι σπίτια χτίζε.
βλ. χτίζω.
εφύτεψε μια μηλιά.
Φύτευσε μηλιά, για να 'χης να τρως μήλα.
Φυτεύει μηλιές.
Φύτιψι μιλιές.
Όπου φυτεύουν φύτευε κι όπου ξεπατώνουν ξεπάτωνε.
Φύτεψε μηλιά για ναχης μήλα.
Εκεί που δεν σε φυτεύουν, τι φυτρώνεις;
Σιμά στ' αμπέλι φύτευε, σιμά σε χώρα χτίζε.
Όταν φτωχαίνης φύτευε κι' όταν πλουταίνης χτίζε.
Κοντά σε αμπέλια φύτευε και σε χωριόν κατοίκα.
Ο πεντεργός φτεύει να τρογήση τα παιδιά του.
Όποιος φυτεύει οικοδομάει.
Ζεχώπαμε α θα γτέψεις, και α θα σπείρης θέριψε.
-Φύτευε μηλιά, για να χης να τρως μήλα. -Όποιος φυτεύει αμυγδαλιές, θαχη και τσου τζιτζίκια. -Γεια σου Γιανν! Κουκκιά φυτεύω, Τι καμς Γιανν εδώ; Τα χα και πέρσι.
Όπου φυτεύουν φύτευε κι' όπου ξεπατώνουν ξεπάτωνε.
Το δέdρο 'κει που πιάνει, εκεί το φεύγουν gιόλα.
Καταβολάδκιαζε να τρως, φύτευκε τζ αι καρτέρα.
Όταν φτωχαίνης φύτευε, κι όταν πλουταίνης χτιέ.
Παραπομπή σε Λήμμα (1)
[view list]
φτωχαίνω
φυτεύω -
Identifier:
335659
Internal display of the 335659 entity interconnections
(Node labels correspond to identifiers)
Loading..
Legend
Navigation
Info
Loading..
Controls
Freeze
Thaw
Fit
Narrowness
Inferred