Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Είσοδος
EN
Κεντρική πλοήγηση
Αναζήτηση
Default
Graph
Λήμμα
φτερά
Γλώσσα οντότητας
Ελληνικά
Λήμμα (96)
[view list]
Το μυρμήγκι όταν χαθή κάνει φτερά.
Όταν ο Θεός οργισθή των μερμήκων φτερά τω(ν) δίνει και πετούν.
Η μυρμήκα όταν θα χάται φέρ' φτερά και πετά.
Η μυρμήκα ώταν θα ψωφά φέρ' φτερά και πετά.
Το μυρμήγκι άμα βγάλη φτερά, χάνεται.
Του μυρμήγκ' όνdα του τρώει η μύτ' τ' να φάει του κιφάλ' τ' βγάζ' φτιρά.
Του κόπναν τα φτερά.
Το μυρμήγκι, όταν είναι να χαθεή βγάζει φτερά.
Το μυρμήγκι, όταν θέλει να χαθή του δίνει ο Θεός φτερά.
Όταν ο Θεός οργιστή το μερμήγκι, του δίνει φτερά!
Του 'κοπήκαν τα φτερά!
Εσύκωσε φτερό
΄Τα ώμορφα φτερά κάνουν ώμορφα πουλιά
Έπεσαν τα φτερα του.
Φτερόν του τσίκνωσαν.
Το δείνα ήκαμε φτερά.
Το πουλίν εσηκώθη στο φτερό.
Τού 'δωκε φτερά.
Επήραν τα φτερά τ' αέρα.
Δίχως φτερά δεν πετούν.
Πουλιά χωρίς φτερά
Φτερά 'καμεν κι' επέταξεν.
Χωρίς φτερά πετά.
Επήρανε φύλλα και φτερά.
Του τσίgρωσαν το φτερό τσ' έρθε πα στ'ν ώρα.
Τα φτερά τα συκώνει ο αγέρας.
Κι οι κόττες έχουνε φτερά μα αετοί δεν είναι.
Ο Θεός άμαθ θέλει να καταστρέψη τον λήμπουρον διά του φτερά.
Ετσακώθεν τα φτερά μ'.
Τσούρωσες φτερό;
-Έκαμε φτερά. - Πετάει με ξένα φτερά. - Του 'κόψαν τα φτερά - Μου δίνει φτερά - στο φτερό.
Το λεμbούνι άμα θέλη να χαθή κάνει φτερά τσαι χάνεται.
Άμα δώση ο Θεός τω μελιdάκω οργή, του δώνει φτερά και πετά.
Ότι να δώση ο Θεός τω μελιdάκω οργή, τσι κάνει με τα φτερά.
Όντες θέλει να χαλάσ' ο Θεός το μέρμηγκα, του βάνει φτερά και πετάει.
Επήραν τα φτερά τ' αέρα.
Δεν έχω φτερά
Άμα δώση ο θεός του μελιdάκου οργή, του δώνει φτερά και πετά.
Πάει ο καιρός, πέρδικα, που ρχόσουνσα πετώντας, τώρα στα κόψαν τα φτερά και έρχεσαι περπατώντας.
Ο διάβολος δούδει τ' ανθρώπου φτερά και πετά κι άμα του μαζέψει τα σκοινιά του τα μαζεύει μαζεμένα.
Τού 'κοψε τα φτερά.
Φτερά και φύλλα εποίκ άτου.
Επήραν τα φτερά το κρέας.
Κάμνω κάμνω να πετάσω και φτερά δεν αποτάσσω.
στο φτερό.
Κάμνεο κάμνει να πετάση και φτερά δεν αποτάσει.
Έκαμε φτερά
Φτερά και φύλλα εγέντον.
- Εκρέμασε τα φτερά του. - Τονε παίρνει στο φτερό. - Έκαμε φτερά. - Αν εν έχη αφτερούδια αγερατσιού, να μη πάη σ' απάνου. - Ο σκουμππάς κάνει φτερά, κι' όλοι τον καμαρώνουν.
ΌΤαν θέλη ο Θεός να καταστρέψη τον μέρμηγκα του δίδει φτερά και πετά.
Σαν οργιστή ο Θεός τω μερμηκο τω γίνει φτερά και πετού.
Του κόπηκαν τα φτερά τους.
Κόπηκαν τα φτερά τους.
Τού κοψε τα φτερά.
Κάμνω κάμνω ν' απετάσω και φτερά δεν αποτάσσω.
Όνταν η μέρμηκας ξιμουράν κάμεν φτιρά κι πιτά.
Σαν θέλη ο Παόλος να πάρη το μυρμήγκι, φτερά του δίδει και πετά.
Η μυρμήκα ούνταν φέρ' φτερά πετά και πάγι χάται.
Η μυρμήκα όταν θ χάται φέρ' φτερά και πετά.
Η μυρμήκα σαν φέρη φτιρά, να χάβουται ένι.
Σαν οργιστή ο Θεός το μέρμηγκα του δίνει φτερά και πετά.
Του μυρμηγγιού, όταν θέλη να χαθή, του δίνει ο εός φτερά.
Μυρμήγκι όταν χάνεται βγάζει φτερά.
Το μυρμήγκ π θέλ' να χαθή κάν φτιρά κι πετάει.
Η μυρμήκα όντα θια ψοφά, φέρει φτερά και πετά.
Η μυρμήκα ασ' τ' α ψοφά, φέρ' φτερά και πετά.
Ο μέρμηγκας άμα φτερά κάμη για να πετάξη τότες με την τιμή αυτή και την ζωή θα χάση.
...κι' εμοιάσασι του μέρμηγκα, που λέει η παροιμία το πως "σαν του οργιστεί ο Θεός, τον κάνει σαν τη μύια, φτερά του δούδει και πετά και τη φωλιά τ' αφήνει και βρίσκει τονε το πουλί και τονε καταπίνει.
Η μερμήκα άντα να χάται, φέρ' φτερά.
Αυτός είναι σαν το μέρμηγκα που κάνει φτερά.
τσακίστκανε τα φτερά τ.
Του κοπήκανε τα φτερά.
Ήκαμνε φτερά.
κάμνω κάμνω να πετάσω και φτερά δεν αποκτάσω.
Το μέρμηγκα όντας θέλ' ο Θεός να τον χάσ' τουν δίν' φτιρά κι πιτά κι τουν αρπάζ' η τσόνς.
Ο μέρμηγκας άμα κάμη φτερά χάνεται.
Τούδωκι φτιρά.
Μ' ούλα τα φτερά το πουλί πετά.
Ο θεός ότντας οργίστη το μέρμυγγα φτερούγας του κολλάει
Ο Θεός, οντέν εργίστηκε του μελιτάκου, του 'δωκε φτερά και πετά.
Τόδουκι φτιρά
Αντάν να ορκιστή ο θεός του λίμπουρου, δκιά του φτερά τζαι πετά.
Η μερμήγκα 'ντας θα χάται, φέρ' φτερά κι αναπετά.
Το μερμέγκι άμα εγβάλη φτερά, κοντά ένι να φάη το κεφάλι του.
Φτερά και φύλλα εγένετον
Το μυρμήγκι όταν κάνει φτερά χάνεται.
Πέσανε τα φτερά τ'
Όταν οργισθή ο θεό το μέρμηγγα του δίνει πτερά και πετάει.
Όταν οργισθή ο ουρανός το μέρμηγγα του δίνει πτερά και πετάει.
Του μυρμήγκι όντας θέλη να χαθή, βγάζει φτερά.
Το μυρμήγκι άμα κάμ' φτερά χάνεται.
Του μερμήγκι, όταν θέλ' να χαθή, βγάν φτιρά.
Η μυρμήκα σταν φέρη φτερά, να χάβουται σιμά εν.
Του μέρμηγκα δοθήκαν τα φτερά για να μετάη και πέφτει μέσα στη φωτιά και πάει, πάντα πάει.
Ο Θεός ήθελε να καταραστή το μέρμηγκα και τού 'δωκε φτερά.
Πώς παν κόρακα τα φτιρά σ; Όσουν παν μαυρίζουν.
φτερά -
Identifier:
324699
Internal display of the 324699 entity interconnections
(Node labels correspond to identifiers)
Loading..
Legend
Navigation
Info
Loading..
Controls
Freeze
Thaw
Fit
Narrowness
Inferred