- Ψηφιακό τεκμήριο
- Ελληνικά
- Μη προσδιορισμένη
- Συρτάρι 62
- 62
- τρώγω
- τορνέσι-τρώγω
- Κεφαλληνία, Αθηνά ΜΕ', σ. 100-101, Δ. Γεωργάκης.
- Αθηνά ΜΕ'
- 1894
- Δηλ. πάρα πολύ (όπως: τρώγει την ποταμοθάλασσα). Το αβλεμόνας προήλθε από το απλεύμων= ο μη δυνάμενος να πλευσθή, απέραντος, απύθμενος, ωκεανός.
- Κεφαλληνία
- Περιοδικό
- Γεωργάκης , Δημήτριος