Τρώει έναν αβλέμονα.

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Ελληνικά
  3. Μη προσδιορισμένη
  4. Συρτάρι 62
  5. 62
  6. τρώγω
  7. τορνέσι-τρώγω
  8. Κεφαλληνία, Αθηνά ΜΕ', σ. 100-101, Δ. Γεωργάκης.
  9. Αθηνά ΜΕ'
  10. 1894
  11. Δηλ. πάρα πολύ (όπως: τρώγει την ποταμοθάλασσα).  Το αβλεμόνας προήλθε από το απλεύμων= ο μη δυνάμενος να πλευσθή, απέραντος, απύθμενος, ωκεανός.
  12. Κεφαλληνία
  13. Περιοδικό
  14. Γεωργάκης , Δημήτριος