Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Είσοδος
EN
Κεντρική πλοήγηση
Αναζήτηση
Default
Graph
Λήμμα
φοβάμαι
Γλώσσα οντότητας
Ελληνικά
Λήμμα (239)
[view list]
- Φουβάτι ου Κόζακας π' του χιόνι; - Όποιος φοβάται δε φοβάται. - Η χελώνα από κουκουτσάλι δεν φοβάται. - Το αλάφι εφοβότουνε από τη στεριά και τούρτε από το πέλαο. - Ο δηχθείς υπό όφεως, και το χοινίον φαλλωνιά φογείται. - Την…
Τα β'νά που α χιόνια δεν φοβούνται.
Ο φόβος κλειεί το στόμα.
Κι ο άγιος φόβο θέλει κ' η Παναγιά ματσούκα.
Φόβους φυλάγει τ' αμπέλια.
Ου φόβους φλάει τ' αμπέλια.
Όλοι φοβούνται κατιντίς κι' ο γεροντής το χάρο.
Φοβάται ...(;) η ελεπού τα μελίσσια.
Την ημέραν τα φοβάται και την νύχτα τα κλεύγει.
Ποιός ήκαμεν το δείνα; λε εκείνος που δεν σε φοβάται.
Κάλλιο να σ' αγαπούν, παρά να σε φοβούνται.
Αν θέλεις να σε σέβωνται κάνε να σε φοβούνται.
Κ' οι άγιοι φοβέρα θέλουν, να θαμματουργούν κι' εκείνοι.
Καλύτερα που φοβάται παρά που φοβερίζει.
Κάλλια να σε φοβούνται παρά να σε ντρέπονται.
Κάλλια φοβισμένος παρά σκοτωμένος.
Εις τα φουούμουν έλαχα.
Φουβάτι η Νούσιας να πάνη για σινάματα.
Αυτού είνι τώρα "Φουβιρίζου κι φοβούμι".
Απ' όθεν βογάται άνθρωπον εκεί πλερούται.
Σα φουβάτανε λύκους του χ'μώνα έφκιανε κι τράγια κάππα.
Ούλοι φοβούνται τον Θεόν κι' ο μέθυσος τον τοίχον.
Δεν εφο(β)ήθης Κωσταρά, που τα χαραμουντάνια.
Ο βρεμένος απ' τη βροχή δε φοβάται.
Όλοι φοβούνται το Θεό κι' ο λαηνάς τον τοίχο.
Ο βρεμένος βροχή δεν φοβάται.
Ο βρεγμένος βροχή δε φοβάται.
Ο βρεμένος από βροχή δε φοβάται
Όλοι φοβούνται τον Θεό κι ο Λαγηνάς τον τοίχο.
Φοβάται τον ήσκιο του.
Φοβάτ' ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη.
Αν ηφουούμουν πουντικώς κι' αν έτρεμα νυφίτσις.
Αυτός φουάτι κη τουν νίσκιουν του.
Αυτός φουάτι κη τουν νίσκιουν του.
Ο βρεμένος δε φοβάται τη βροχή
Ο βρεμένος δε φοβάται τη βροχή
Φοβάται τον ίσκιο του.
Απ' ό,τι φοβάται κανείς δε γλυτώνει.
Τα μήλα σου τα 'ρέγομαι και το κρημό φοβούμαι.
Η φασολιά αν δεν ηφοβούτανε την εμπλιά του βοδοιού μονομερή θα φύτρωνε.
Φοβάσαι Χριστό; φοβάμαι κ' εγώ.
Φεύγει κι ο τρεχάμενος, αλλά σαν το φοβούμενο δεν τρέχει.
Φοβάτ' ο Γιάννης το θεριόν και το θεριόν το Γιάννη.
Ο βρεμένος που τον ποταμόν ήνταν που φοάται.
Όποιος φοβάται τα βαρδάρια μυλωνάς δε μπαίνει.
Δε φοβάμαι μα σκιάζομαι.
Μερ' εφογώθεν, επλερώθεν.
Δε φοβάμαι μα σκιάζομαι.
Φεύγει κι ο τρεχάμενος, αλλά σαν το φοβούμενο δεν τρέχει.
Να φοβάσαι κείνον που σε φοβάται.
Εφοβούμουν κ' εφοβέριζα.
Φουβόμνα κι φουβέριζα.
Φοϊρίζω τσαι φοώμαι.
Και φοβάται και φοβερίζει.
Εφοβούμουν κ' εφοβέριζα.
Φοβούμαι και φοβέριζα.
Η φοούμουν κ' ηφοέριζα.
Φουού μου και φοέριζα.
Κι ο Γιάννης φοβείται το θεριό και το θεριό το Γιάννη.
Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη.
Φοβάται ο Γιάννης το θηριό και το θηριό το Γιάννη.
Απόθεν φοάται άνθρωπον εκεί πλητώνεται.
Ο βρεμμένος βροχή δε φοάται.
Ο βρεμμένος τη βροχή δε(ν) φοάται.
Εφοούμουγ κ' εφοέριζα.
Ας σην τζατούν π' εφογώθεν μωρόν κ' εστάθεν ατόν.
Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη.
Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη.
Φοβάται ο διάκος το θεριό και θεριό το διάκο.
Φοβάτ' ο Γιάνης το θεριό, και το θεριό το Γιάννη.
Ο Γιάννος φοβάται το θεριό και το θεριό το Γιάννη.
Μη φοβού Μαριάμ.
(;)
Και φοβάται και φοβερίζει.
Αν εφοβόνταν ο λύκος τη βροχή εβάστε καπενίκι.
Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη.
Φοβάται τον ήσκιο του
Ας σην εσκίαν φο(β)άται.
Απού τουν ήσκυ τ φουβάτι.
Ας στην τσαλούν π' εφογώθεν μωρόν κ' εστάθεν α'τόν.
Φοβάτ' από τον ήσκιο του.
Η αχελώνα το χαλάζ' δε dο φοβάται.
Αν εφοβότουν ο λύκος την βροχή, εφόρειε και τράγια γούνα.
Από τουν ήσκιου τ' φοβάτι.
Ασ' στην ισκιάν -ατ' πα φογάται.
Ασ' στην τζαζούν π' εφογώθεν μωρόν κ' εστάθεν-ατην.
Όμτσος φουάται, έχει τα μισά του ρούχα τσερδισμένοα.
Όμτσος φουάται, έχει τα μισά του ρούχα τσερδισμένοα.
Δεν εφο(β)ήθης, Κωσταρά, που τα χαραμουνdάνιο.
Το βουνο χιόνια δε φοβάται.
Όπου φοβάται τα βαρδάρια μυλωνάς δε γίνεται.
Αν φοβόταν ο λύκος τον χειμώνα, έφτιανε και τράγια κάπα.
Ο βρεμμένος τη βροχή εν τη φοάται.
Ο πνιγμένος (βρεγμένος) τη βροχή δε φοβάται.
Ε βρημένος απού τη βρέση δεφ φοάται.
Ο βρεμένος πε τη βροχή δε φοβάται.
Ου βρημένους τη βροχή δε τνη βουβάται.
Ο βρεμένος που τον μουσκεμένο δεν φο(β)άται.
Φοβάται και τον ήσκιον του.
Ο μουσκεμένος δεν φοβάτι απ' τη βροχή.
φοβάμαι -
Identifier:
297098
Internal display of the 297098 entity interconnections
(Node labels correspond to identifiers)
Loading..
Legend
Navigation
Info
Loading..
Controls
Freeze
Thaw
Fit
Narrowness
Inferred