Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Είσοδος
EN
Κεντρική πλοήγηση
Αναζήτηση
Default
Graph
Γεωγραφικό Όνομα
Κάρπαθος.
Είδος οντότητας
Γενική κατηγορία τοποθεσίας
Γλώσσα οντότητας
Ελληνικά
Wikidata
Q204757 ⟶
Πατήστε εδώ
Γεωγραφική κάλυψη (1)
[view list]
09. Χάρτης Καρπάθου, Σάρου, Κάσου
Τόπος προέλευσης work (2)
[view list]
Γλωσσικὴ ὕλη τῆς νήσου Καρπάθου
Λεξιλόγιον ἐκ διαφόρων τόπων
Γεωγραφική κάλυψη (179)
[view list]
Θαρρείς τσ' 'οσοι μουζώνουτται χαρκωματάες είναι; τσ' όσοι αστούσιν άρματα πολεμιστάες είναι;
Θαρρούν όσοι μουζώνουνται χαρκωματάδες είναι; Κι όσες κτυπούν το πίταλον αλεφατούδες είναι.
Ο Χάρος χαρά δε φέρνει.
Θέλει φώτιση.
Χαρά και χάρι δε βγαίνει που το χάρο.
-Μη μου πολυχαϊδεύεσαι και του χαδιού δεν είσαι. -Άλλο αγάπες κι άλλο χάδια. -Ας τα χάδια για τσου σκύλους. -Χάϊδεψε τον κάτη, να σου γυρίση τον κώλο του. -Η προβατίνα άμα χαϊδεύεται στου τζιομπάνη τη μαγησυρά φύλο τρώει. -Χάϊδια γυναικός, χάϊδια γάτας. -Σου χαϊδεύει το φρύδι, για να σου φάη το μάτι…
Το χάρισμα χει κι' αντιχάρισμα.
Χάρισμα κρασί κι' ας είν' και ξείδι.
Το χάρισμα ΄χει κι΄ αντιχάρισμα.
Το χάρισμα έχει κι' αντιχάρισμα.
Δεν είχαμεν αμέ χαρίζαμεν.
Φωτιά : Τσα θεν να ΄ής τον άθρωπο, ΄ρωδιά τόβ βάλε ν΄ άψη.
Κάποιον χάριζαν γάϊδαρο, ήθελε και σαμάρι.
Δεν είχαμεν, αμ εχαρίζαμεν.
-Του τρελού ηχαρίζανε, και του φρόνιμου κι ή πικραινότανε. -Ορίζεις, χαρίζεις.Χαρίζεις δεν ορίζεις. -Όποιος χαρίζει, ακριβά πλερώνεται. -Τσεις που χαρίζει, πουλεί κινιπά. -Κάποιοιυ χάριζαν αγκούρι, και το βρίσκε στραβό. -Αι θα χαρίζης, χάριζε μ απ' ό,τι σου εχαρίσανε. -Απ΄ εκείνα που απόχτησε, όσα θ…
Μη δανειστής από φτωχό και πάρη σ' από πίσω.
Ο φτωχός κι' η μοίρα του.
Στα νάρτη η όρεξι τ' αρκόντου βγαίν' η ψυχή του φτωχού.
Ως πού ναρτη τ' αρκόντου η όρεξι, βγαίν η ψυχή του φτωχού.
Ο Θεός δεν εμίσησεν άλλον πσά το φτωχόν και περήφανον ή πσα το γέρο πόρνον.
Εμβαφύσα κι' έβγα βάρει.
Θεέ, μη δώτσης του φτωχού πόρτα και παραθύρι και πάπλωμα να σκεπασθή και πάρη το και φύη.
Έμβα φύσα κ' έβγα βάρει.
Χριστέ, μη δώσης του φτωχού πόρτα και παραθύρι και πάπλωμα να κοιμηθή κι επέρη το και φύη.
Του φτωχού το βρισιμιό από ολόνι-ν ως καρφί.
Του φτωχού το βρησιμιίον γη βελόνι γη καρφί κουτσουλλόν.
Του φτωχού το βρισιμιόν είναι κουτσλόκαρφον.
Έμπα φυσά κι' έβγα βάρει.
Βούθα μου φτωχέ να μη γίνουμεν ίσσια.
Σα θέλης να κάμης το φτωχό να σκάση, δωσ' του φλουρί να χαλάση.
Ο άρκοντας με τα καλά του τσ' ο φτωχός με τα παιδιά του.
Άρκοντας με τα φλουριά του κι' ο φτωχός με τα παιδιά του.
Ότιος τοις φυλάου τοις μακαρούνες ελιές του 'ναι.
Στη φωνή κι΄ ο γάαρος.
Όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά.
Όμτσος φυλάει τον άντα τρώει τσαι τσορμπά.
Άρκοντας με τα καλά του κι' ο φτωχός με τα παιδιά του.
Φτωχός γεννειέται.
- Ο διάολος δε χαλάει τη φωλιά του. - Γύρισε γύρισε το πουλί, στην φωλιά του θα πάη. - Ο λύκος τη φωλιά του δε τη μαγαρίζει. -Όπου πάει ο κουκουβά , σύρει και τηφ φωλιά του.
Θέλει ο φτωχός το δίκιο του θέλει το κι ογλήγορα.
Ο φτωχός θέλει το δίκαιο του θέλει το κι ογλήγρα.
Η φτώχεια θέλει μεταγυροσύνην.
Η φτώχεια θέλει μεταγειρεσύνην κ' η αρκοντιά πασιρικοαύνη.
-Τι το θέλει ο φτωχός τ' αλεύρι, όπου δεν έχει σακκί να το βάλη; -Φτωχός ή περήφανος. -Ο φτωχός χαίρεται τα σκουτιά του τρεις φορές: μια καινούρια, μια παλιά και μια μπαλωμένα. -Το σπίτι του φτωχού κοστίζει μάλαμα, και…
Αν του στάζε(ν) του φτωχού ποτέ φτωχός εν ήτο.
Έχουν δεν έχουν οι φτωχοί καλοπερνούσι μερκἶκοί.
Ο φτωχός κ΄ η μοίρα του.
Άρκοντας με τα φλουριά του, κι΄ ο φτωχός με τα παι(δ)ιά του.
Η πλούσια 'χει το προικειόν κ'η φτωχή 'χει ριζικόν.
Βοήθα μου φτωχέ, να μη γινούμεν ίσσια.
Απανωκούμιλον καυκί, χαρά φτωχού.
Μη η φτώχει΄ αοράζεται μη η αρκοντιά πουλιέται.
Φτώχεια τσαί αζυμωσιά, 'μμε γιατί κατσή καρδιά;
Όταν ο Θεός οργισθή των μερμήκων φτερά τω(ν) δίνει και πετούν.
Η φτώχεια φέρνει γρίνια.
Αν φταίω γω να καεί η ρόκα μου, κι' αν φταίη ο άντρας μου, το κεφάλι του.
ΚαΘε΄' ο χρόνος και φταίουν οι μήνες.
Θελ' ο χρόνος, και φταίουν η μήνες.
Σαν οργιστή ο Θεός τω μερμηκο τω γίνει φτερά και πετού.
Σαν τα φρίσαλα τον ήκαμεν.
Φρού φρού και τ' αμπέλια αανίφραα.
Φρού, φρού και τ' αμπέλι ανύφρα(γ)α.
Ως που νανοίξ' ο λωλλός το στόμα του ανοίγ' ο φρόνιμος το μάτι του.
Εις που ναναίξ' ο λωλλός το στόμα του ανοί[γ] ο φρόνιμος το στόμα του.
Μαζεύτησαν οι φρόνιμοι να φαν του λωλλού το βιος.
Ψωμί μη λείψη, φούρνος ποτέ μη καπνίση.
Όμορφ' ήμου τσ' ηκανά τα, φρόνιμ' ήμου τσ' ησκιαζά τα.
Του λωλού τα ξεδιαλύνουν, του φρονίμου τα χαράζουν.
Ελάτε φρόνιμου να φάτε του λωλού το βιος.
Ο φρόνιμος σα σφάλη, καλά σφάλλει.
Του φρονίμου ζάραξε του λωλλού ξετέλεψε.
Φέξε μου κ΄εγλύστρησα.
Του φρονίμου χάραξε του λωλού ξετέλεψε.
Ό, τι τσ' αν έχω τα φορώ τσαι κλέφτη εφ φοούμαι.
Ό,τι θωρείς κι' ό, τι φορείς.
Γιαυταδά σου κορνοπή, φορείς το ξεροσσάμπαλον.
Κακού φέγγου μην αρκινάς.
Δέκα Νισύριοι γάαρον εφορτώναν κι' έλεγαν "Αλλοίμονο στα μοναξιά".
Δώεκα Μισιαριοί γάαρον εφορτώνα τσαι πάλι κλιούσα τσ' ελέα ανάθθεμα τημ μοναξιά.
Τον τρώγει το αίμα του. Θαρρεί πως του φανν τοβ βούττον. Ελλερίνα μου, ελλερίνα μου, η να με φας ή να σε φάω. Όπου θεν να τρώει γάλα, θέλη να ππηά μεγάλα. Όλοι τρών όσο να θέλουν, κι εμείς ωσπού να χουμε. Φάε κι εσύ, δόσμου κι…
-Του Φλεβάρη τα νερά, από σπέρας ως αργά. -Κύριε λέησο Φλεβγάρη, κι εις το χάρκωμα με άλλεις; -Τον Φλεβάρη στο χωράφι ουδέ λαγός να μη κατρήση. -Ο Φλεβάρης ανοίγει, πόρτες σφαλνάει. _Τσι δεκάρια του Φλεβαρίου βγαίνει τ'…
Αν δε φάγης λιόdαν, λιόνdας δεν γίνεσαι.
Κάλλια φονιάς παρά φονεμένος.
Παρά να κλαί' η μάνα του φονιά κάλλια του φονεμένου.
Κάλλια φονέας παρά φονεμένος.
- Φουβάτι ου Κόζακας π' του χιόνι; - Όποιος φοβάται δε φοβάται. - Η χελώνα από κουκουτσάλι δεν φοβάται. - Το αλάφι εφοβότουνε από τη στεριά και τούρτε από το πέλαο. - Ο δηχθείς υπό όφεως, και το χοινίον φαλλωνιά φογείται. - Την…
- Απού τοφ φόοτ του, ηχάσετ τοτ τόκοτ του. - Ο φόος ερημιές φυλάσσει. - Ο φόβος τον έκαμε παλικάρι. - Ο φόβος τ' άγουρα ριμάζει. - Ο φόβος χέζει τ' άρματα. - Ο φόβος κάμνει πήδια κι έπειτα κάμνει πόδια. - Ο φόβος κλει το στόμα. - Ο…
- Απού τοφ φόοτ του, ηχάσετ τοτ τόκοτ του. - Ο φόος ερημιές φυλάσσει. - Ο φόβος τον έκαμε παλικάρι. - Ο φόβος τ' άγουρα ριμάζει. - Ο φόβος χέζει τ' άρματα. - Ο φόβος κάμνει πήδια κι έπειτα κάμνει πόδια. - Ο φόβος κλει το στόμα. - Ο…
Φεγγάρι: ίπλα φεγγάρι ολόρτος γιμιτζής αλόρτοφεγγάριγ γίπλα γιμιτζής.
Ο φόβος ερημιαίς φυλάσσει.
Απού τον φό(β)ον του, ήχασεν τον τόκον του.
Ορτόν φεγγάρι, δίπλα μαρνάροι.
Δίπλα φεγγάρι, ολόρτοι μαρνάροι.
Ο φό(β)ος ερημιές φυλάει.
Τσ' οι αγίοι φοήρα θέλουν, να θαματουργούν τσ' ετσείνοι!
Το φιρμάνι θέλει και τερμάνι.
Κάλλια να σε φοβούνται παρά να σε ντρέπονται.
Δεν εφο(β)ήθης Κωσταρά, που τα χαραμουντάνια.
Ποιο φιλού και δε καμαρώνη 'εη των βοηθουμένων.
Όμτσος φουάται, έχει τα μισά του ρούχα τσερδισμένοα.
Έργα που δημιουργήθηκαν στον τόπο (2)
[view list]
Γλωσσικὴ ὕλη τῆς νήσου Καρπάθου
Λεξιλόγιον ἐκ διαφόρων τόπων
Εγγραφές με αυτή τη γεωγραφική κάλυψη (1)
[view list]
09. Χάρτης Καρπάθου, Σάρου, Κάσου
Κάρπαθος. -
Identifier:
2968
Internal display of the 2968 entity interconnections
(Node labels correspond to identifiers)
Loading..
Legend
Navigation
Info
Loading..
Controls
Freeze
Thaw
Fit
Narrowness
Inferred