Μια φορά ένας καϊχτσης εταξίδευε με το καϊκι του με πλήρωμα από τρεις ναύταις και ύστερα από κάθε ταξίδι εμοίραζε τα κέρδη, δίδων εις κάθε ναύτην ανα 100 γρόσια. Εμέτρα δε έτσι: Εις τους ναύτας έλεγε, τρις τριάντα εννενήντα κα δεκα εκατό, εις δε εδικόν του μερίδιον έλεγε: τρις πενήντα εννενήντα και πενήντα εκατό. Ένας από τους ναύταις, νοήσας το τέχνασμα λέγει εις τον πλοίαρχον. "Καπετάνιε δε μου δίνεις κ' εμένα τρις πενήντα εννενήντα και πενήντα εκατό;"- "Να και συ και σώπα" τω απάντησεν.
[Η παροιμία είναι γνωστή,λεγομένη επί απατεώνων αισχροκερδών. Εδημοσιεύθη υπό Γ. Κρεμμύδι. (ακολουθία Γ' της διατριβής, εν Μόσχα 1828 αρ. 331), Ι. Δεκιγάλα (εν Πανδώρα τ. Γ' σ.322, 7) και Βενιζέλου (Παροιμίαι δημώδεις σ. 325, 596). Παρά τω Κρεμμύδη η παραλλαγή: Τ. π. εν. κι ο πετεινός εκατό. Υπόκειται δε διάφορος μύθος παρά τούτω και τω Βενιζέλω. Αντίστοιχος είναι η παροιμία: Τρις επτά εικοσιένα, φάγε συ δος μου κ' εμένα. (Π.Π. λ. τρις 17.18) ή κατ' ορθοτέραν διατύπωσιν Τρεις εννιά εικοσιένα κλπ. (Αραβαντιν. Παροιμιαστήριον αρ. 1436)- Σ.τ.Δ.]