Τράνιψιν η κουλουκύθα, στράβουσιν κι τον λιμό τράνιψιν.

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Ελληνικά
  3. Τορνέσι-τρώγω
  4. Μη προσδιορισμένη
  5. Συρτάρι 62
  6. 62
  7. Λ.Α. αρ. 985, 60, 72, Σιάτιστα, Α. Λαζάρου
  8. 985
  9. (τρανεύω=εμεγάλωσεν.) Η παροιμία λέγεται επ' εκείνων, οίτινες υπερηφανεύονται, επειδή απέκτησαν χρήματα τιν, ενώ πρότερον ουδέν ήσαν.
  10. τρανώνω
  11. Σιάτιστα
  12. Λαζάρου, Αν.
  13. Αρχείο Χειρογράφων