Μια φορά ένας είχε μια γυναίκα τεμπέλα. Ούτ' δούλευε ούτε μιταλωνότανε. Ούλοι έλεγαν τ' αντρός της - μωρέ δεν τη δέρνεις; - Ας την και θα δαρθεί μοναχή της έλεγ' εκείνος. Απ' την αμεταλωνά εφάνηκαν τα κρέατα της κ' επήγαιναν οι μύγες κ' οι σφήκες και την τσιμπάγανε και ετότες εκείνη εβάραγε ξυλιές εις το κορμί της για να διώξη τις μύγες της. Τότες επήρε ο άνδρας της εκείνους που του λέγανε ναν τη δείρει και τους πήγε 'ς το σπίτι του και τους έδειξε τη γυναίκα του που δερνόταν μοναχή της.