Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Είσοδος
EN
Κεντρική πλοήγηση
Αναζήτηση
Default
Graph
Πρόσωπο
Γρέζος, Τριαντάφυλλος
Είδος οντότητας
Πρόσωπο
Φύλο
Άνδρας
Συγγραφέας (79)
[view list]
Τι έδωκεν ο Θεός και τι να πάρ ο Χάρος.
Ο χαρίσης πέθανε (πήγε στην Πόλι).
Κάποιου χάριζαν γάϊδαρο κι' έψεγε τα δόντια του.
Χαρσμένο γυμάρ' δεν το κ΄τάζνς τα δόντια.
Εκεί που δεν σε φυτεύουν, τι φυτρώνεις;
Πώς περνάς; Συν ο διάολος τα Φώτα.
Του φτωχού το βρέσμο για καρφί γιά πέταλο.
Όντας θέλ' να χορέψ ο φτωχός σπάζ' τ' άργανο.
Φύλαξ τα ρούχα σ' να χς τα μισά.
Ως κι οι πέτρες φωνάζουν που σένα.
Ο φτωχός όλα τα σηκών'.
Φκιάν του Γκώγκου σκούφια.
Όποιος δεν πέρασι φτώχεια, αυτός δε ξερ' τι είναι.
Μη απλὠν΄ς το χέρ΄ σ΄ εκεἰ που δεν φτάν΄ .
Η φτώχεια φερν' γκρίνια.
Η γάτα σαν δεν φτάν΄ τα ψάρια τα φτάει.
Φκιάν του μπίμπου κομάσ/
Όποιος τρώγ' τα μήλα τρώγ' κι τα φύλλα.
Δε με τρως το μάτ' με τέτοια.
Τα β'νά που α χιόνια δεν φοβούνται.
Ήπια το αίμα μ' που το φόβο μ'.
Να πίη κ΄αυτό το φαρμάκι, να πιή κι΄αυτό το ποτήρι.
Τα καλά τα γκόρτσα τα τρων τα γουρούνια.
Το καλό το γκόρτσο το τρώει η σκρόφα.
Φιτυλίζει - φιτυλήψης.
Μνιά δλειά ( αισχρά ως επί το ως είσται) έσο τη΄ αν ΄ν πλατίης , ΄που τα αδύνατα να μη βγή στο φανερό.
Ο βρεγμένος που τ' βροχή δεν φοβάται.
Χωριό που φαίνεται, κολαούζην δε θέλει.
Όλα όσα πετούν δεν τρώγται.
Καινούργιον φίλον πιάσε κι παλιόν μη λησμονάς.
Έφαγε το καζίκι.
Έφαγε το ματσούκι.
Όποιος τρώγ' το βόϊδ τρώγ' κι' τν ουρά.
Τα πολά τα φαγιά αφίνουν τον κώλο χωρίς βρακιά.
Ο φιλάργυρος δίδ πολλά κι ο φτωχός πάει μακριά.
Φεύγ' σαν γιάσβος.
Ο ύπνος ο πολύς ξεσκεπάζ' τον κώλο.
Ο ύπνος είναι κλέφτς κι δεν τον καταλαβαίνς πότι έρχεται.
Ο πολύς ύπνος βλάφτ' τον κώλο.
Ο πολύς ύπνος ξεσκεπάζ' τον κώλο.
Τον έβαλε στον ύπνο.
Πήρα ένα χλιάρ' ύπνο.
Κάμε με με τύχ' και ρήξ' με 'ς ν κορπιά.
Τα τσούγκρισαν, τα έχουν τσουγκρισμένα
Δεν έχ' τσίπα.
Ψύλλος να μην τον τσιμπίσ'.
Τρώγονται σαν συννφάδες, Τρώγονται σαν τα ερογόνια Τρώγονται σαν πεθερές με τες νύφες
Κάθε πέτρα στο τόπο τς βαραίν'
Παπούτσ' αμπαλωμένο κι ναν από τον τόπο σ'
Η πέτρα 'ς τον τόπο τς είναι βαρειά
Παπούτσι απ' τον τόπο σου κι ας είν' και μπαλωμένο
Που σαι στο παζάρ' με τρία και ρούσ΄;
Σαν δεν έχης κανένα να συμβουλεύεσαι, να συμβουλεύεσαι το δεκανίκι σου.
'Οποιος τρέχ' πολύ γλήγορα αποσταίν.
Όποιος τρέχ' πολύ γλήγορα αποσταίν.
Πως θα στρώης, έτσι θα κοιμθής.
Σαν δε σε τρέχ τι τρέχς;
Δε μπορούν να βάλν στρούγκα.
Τρέχ' σα ζαρκάδ.
τάστρεψε
Ένα πράμα εύκολα στραβών', μα δύσκολα ισιάζ'.
Τρέμ' σαν το λαγό.
Το στραβό στραβό κι το ίσιο ίσιο
Το στραβό το ξύλο κι στη φωτιά κακοκαίει.
Το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζ.
Το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζ.
Το στραβό ξύλο η φωτιά το σιάζ'.
Το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζ'.
Τα τέντωσε
Να τεντώντς τα ποδάρια σ' ας που φτήν' το πάπλωμα
Να μη τεντώντς πολύ το σκνι' για τι θα κοπή
Να τεντώντς το σκνί ως εκεί που δεν κόφτεται
Τράνιψι το γομάρ κι κόντινι το σαμάρ.
Το τρανό ψάρ τρώει το μικρό.
Είναι στόμα χαλασμένο
Ψαλίδ' είναι το στόμα τ'
Του έρραψαν το στόμα
Απ΄ το τάξιμο σπίτ' δεν χαλνάει
Π' το τάξμο σπίτ' δε χαλνάει
Γρέζος, Τριαντάφυλλος -
Identifier:
171331
Internal display of the 171331 entity interconnections
(Node labels correspond to identifiers)
Loading..
Legend
Navigation
Info
Loading..
Controls
Freeze
Thaw
Fit
Narrowness
Inferred