Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Είσοδος
EN
Κεντρική πλοήγηση
Αναζήτηση
Default
Graph
Πρόσωπο
Κυριαζής, Νικόλαος Γ.
Είδος οντότητας
Πρόσωπο
Φύλο
Άνδρας
Συγγραφέας
282
Προβολή λίστας
Ξαπόλλα του το χαλινάριν.
Τραύα του το χαλινάριν.
Εν να κάμη το χαΐριν της στεφανούς, που τα Λευκάρα.
Εν να κάμη το χαΐριν του Κιόρογλου.
Εν να κάμη χαΐριν της Μαρρουλούς που τους Τρούλλους.
Εν να κάμη το χαϊριν της βίλλας μου.
Με τους πολλούς ο χάρος εγ' γλυτζύς.
Του χάρου οι πληγές, εν έχουσι βοτάνιν.
Έναν έναμ παίρν' ο Χαρός, τζαι κανέναν εν αφήνει.
Του Χάρου εν του βρίσκουν αφορμήν.
Ο χάρος χωρίς αφορμήν εν έρκεται.
Ειντ΄ άφησεν ο πλάστης μου, τζ΄ειντάν να πάρ΄ ο χάρος.
Νάταν να πλανέβκετουν ο χάρος με λουβάριν, τους άρκοντας τους βαρετούς εν είδεν να τους πάρη.
Τζαί νάταν να σπλαχνίζετουν ο χάρος με λουβάριν τους άρκοντας τους βαρετούς εν ήταν να τους πάρη.
Μόνον ο χάρος εν έδει ΄πομονήν.
Το ξίδιν το χαρισιμιόν, εγ γλυτζίτερομ που τ' αγορασιμιόν.
Η φωδκιά τζεί που πέφτει τζεί κάβκει.
Πόσα πήρες τα βολίτζια; πέντε φύσα τζ΄ ένα ρούφα.
Εν το φυσικόν, τζ΄ οι το παιδευτικόν.
Εφ φυσανέμης τζαι τριζοκολόκας.
Κάπριμ μεμ μου βάλεις, τζαι φύλλα μεμ μου πάρης.
Το πολύ φως στάμ μάτκια βλάφτει.
Μετήφ φωνήν τζ΄ ο γάδαρος.
Ταρτσίδκια του τραούλλου, εμ με τές φωνές που βκαίνουν.
Εν έβκαλεν ούτε φωνήν, ούτε γροιτζιάν.
Ούτε φωνήν, ούτε ακρόασιν.
Φώναζε, όσο να σου πω κανεί.
Φώναζε, ώστι να σου πω κανεί.
Φωνάζει σαν τον Οβραίον.
Εν να γυρίση τζ' ο τροχός, να χαρή τζαι ο φτωχός.
Όσην ώραν έσει ο νούρος του φόραδου αμάνταν, άλλην τόσην ησυχίαν έχουμεν τζ' εμείς για πάντα.
Όσην αμάνταν έσει ο νούροι του φόραδου τόσην έσει τζ'ο φτωχός ησυχίαν.
Το αρνίν εφ΄ φτωχόν, μα εβ'΄βακλέειν.
Ούλλοι λέσιν τζαί πολέσιν, τζ΄ο φτωχός ετζεί που πόνεν.
Εν τζαι φτωχόν το αρνίν, εν τζαι μακρυά η νουρά του.
Εβουλήθην ο φτωχός να αρμαστή, τζ΄ εμίτσιανεν η νύχτα.
Ο θεός εμίσησε τοφ φτωχόν, τομ περήφανον τζαι τον φέρον τομ πόρνον.
Ο φτωχός εχάρην το ρούχον του τρεις φορές, μιαν τζηνο'υρκον, μιαν παληόν, τζαι μιαγ κομμαδκιασμένον.
Εφ φτωχόν το μοναστήριν.
Μήτε ο βορκάς ανάγκην μήτε ο φτωχός όνομαν.
Όπου φτωχός τζ' η μοίρα του.
Ο φτωχός εν έχει γιοτήν.
Μα ο φτωχός έχει όνομαν, με ο βορκάς ανόδκιαν.
Μήτε ο βορκάς ανάγκην, μήτε ο φτωχός όνομαν.
Ώσπου να γίνη το θέλημα του αρκόντου, εζέβην η ψυχή του φτωχού.
Το λαμπρόν, εν το πουκάμισον του φτωχού.
Δώσε του φτωχού αξίαν, τζαι να δης την (τι) απαξίαν.
Ο φτωχός ορπίζοντας, τζαι ο τζαιρός περνώντας, επέθανεν ο φουκκαράς, παίζοντας τζαι γελώντας.
Όπου φτωχός τζ' η τύχη του.
Φτωχόν ελαιάς, θεόν ελαιάς.
Ώστι να γίνη το κέφι τ' αρκόντου, η ψυδή του φτωχού βκαίνει.
Να σούσ' ο φτωχός την κοφινιάν, τζ' εν ναν ούλλον τρύπες.
Πάνω στου φτωχού τα γένεια, ούλλοι εμ παρπέρηδες.
Τοφ φτωχόν τζαι τομ μουττάτον, ο θεός αποκουππά τον.
Η φτώσεια θέλει περίπκιο.
O άρκοντας έδει τιμήν, τζ΄αζ ζιή, τζ΄άνταμ πεθάνη, μα ο καΰμένος ο φτωχόςμε ήταμ, μητ΄ εφάνην.
Του φτωχού το εύρημα, για καρφίγ' για πέταλα.
Άρκος (ή άρχοντας) με την αρκογκιάν του τζ΄ ο φτωχός με τα παιδκιά του.
Άρκος με την αρκογκιάν του τζ΄ ο φτωχός μεστήδ δουλιεάν του.
Εφτερνιατζίστην τζ΄ έβκαλεν τον πού τα ρουθούνια του.
Επέλλανεν, τζαι φταίουν του τα ρούχα του.
του κώλου του τίτσιρου φκιούν του οι τρίδιες.
Φταίει ο κορκός τζ' η τύχη του, μα φταίει τζαι το λουβάριν του.
Φταίουν του τα ρούχα του.
Φταίει μου ο άντρας μου, τζαι σκοτώνω τα παιδκιά μου.
Φταίει ο αφέντης, τρώει τες ο μαύρος, φταίει ο μαύρος, τρώει τες ο μαύρος.
Ώσπου φτάννει το πάπλωμαν.
Ποταύριζε τα πόδκια σου, ώσπου φτάνει το πάπλωμάσ΄ σομ.
Φτάννει τηβ βαζανιάν με το κουτσούνιν.
Αντάν να ορκιστή ο θεός του λίμπουρου, δκιά του φτερά τζαι πετά.
Εποταυρίστην να φα το λαρdίν, τζ΄ εν έφτασε, τζ΄ είπεν : 'Ες Σαρακοστή΄.
Κάπου χαλούφ φούρνον.
Πέντε φούρνους εφτά κομμάδκια.
Η φουντάνα εμ πουτάνα.
Αντί να σε φουμίζουσι οι ξένοι τζ' οι διτζοί σου φουμίζεσαι περdίκα μου ατή σου τζ' απατή σου.
Έκαμέν το η πυρά, τζ' εφουμίστην η τζυρά.
Τα φουμισμένα λάχανα, για αλμυρά γι' ανάλατα.
Κόρη μεφ φουμίζετσαι, τζαι φουμιστής μεν είσαι στομ μαχαλλάσ σου κάθουμαι, τζαι ξέρω τίνος είσαι.
Αντάν να πη να φουμιστή, θέλει τ' αλώνια του χωρκού να τζυλιστή.
Αντάν να πη να φουμιστή, θέλει τημ Πάφοναδερφόν, τημ Μεσαρκάν κριθάριν.
Αντάν να πη να φουμιστή, θέλει τομ μάμπον της Μεσαρκάς να τζυλιστή.
Μιτσίγ γαούριφ φούμιζε, τζαι μεάλογ καβαλλίκα.
όποιο; φουμίζεται ξημαρίζεται.
Μείνε να σε φουμίζουνσιν οι ξένοι, τζ' οι διτζοί σου, τζ' οι πραοζαμπέτα μου, ατή σου τζ' απατή σου.
Όποιος εφ φουμίζει το σπίτιν του πέφτει τζαι τσυλλά τον.
Της στραβήν την νύφφην, ποιός τηφ φουμίζει; Η βρωμόστραβη η πεθθερά.
Της στραβήν την νύφφηφ, φουμίζ' η αρχόστραβη η πεθθερά.
Φέξε μου τζ΄ έππεσα.
Την τζερκατζήν, φόρησ' τάσπροσ σου βρατζίν.
Εν τζ' εν να φορήσω πεννίτζια.
Ποττέ της εν εφόρησεν η Παντελού ρουτσέτιν, τζαι τόρα που το φόρησεχ, χαρά της περικκέτι, αππήησεμ που το δώμαν της τζ' εσέστην.
Εν τζαι φορούσιν ούλλ' οι γάδαροι στρατούρχα.
Όσοι φορούσισ σάματα εν τζ' εν ούλλοι γαδάροι, φορούσι τζ' οι καμήμοι.
Φάε, πκιέ, της ορεξής σου, τζαι φόρησε ρούχα του πρεπού σου.
Απόφ φορτώνει πόσσω σου, τάνα του να φορτώση.
Γομάριμ πον το σηκώνεις, μεν το φορτώνεσαι.
Απόφ φορτώνει που τ' αλώνισ σου, βοήθα του να φορτώση.
Εφόρτωσέμ με όσα σηκώνν' η καμήλα τζ' η κόρη της.
Εφόρτωσένα τα του πετεινού.
Εφ φοραδαρκόν του Αττάμπεη.
Κυριαζής, Νικόλαος Γ. -
Identifier:
168496
Internal display of the 168496 entity interconnections
(Node labels correspond to identifiers)
Loading..
Legend
Navigation
Info
Loading..
Controls
Freeze
Thaw
Fit
Narrowness
Inferred