Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Είσοδος
EN
Κεντρική πλοήγηση
Αναζήτηση
Default
Graph
Πρόσωπο
Δρακίδης, Γεράσιμος
Είδος οντότητας
Πρόσωπο
Φύλο
Άνδρας
Συγγραφέας (235)
[view list]
Έδοσε το Χάρο κλώτσο.
Έδοσε το Χάρο εκλώτσο.
Χάρε, χαρά που μ' έφερες και λύπη που μ'επήρες.
Χάρε, χαρά που μ΄ έφερες και λύπη που μ΄ επήρες.
Άλο(γ)ο χαρισμένο στο στόμα δεν το βλεπουν.
Χαρά στα Φώτα φωτερά και τη Λαμπρή με τα νερά.
Χαρά στα Φώτα φωτερά και τη Λαμπρή με το νερά.
Και με τα εκατό στη φυλακή και με τα χίλια μέσα.
Και με τα εκατό στη φυλακή και με τα χίλια μέσα.
Ο φτωχός εκαθουνταν κι ο Θεός ενοιάζουνταν.
Ψωμί δώσε του φτωχού, και δρόμον μη του δείξης.
Θεέ, μη δώσεις του φτωχού, θύρα και παναθύρι και πάπωλωμα να σκεπαστή και πάρη το και φύη.
Θεέ, μη δώσεις του φτωχού, θύρα και παραθύρι και πάπωλωμα να σκεπαστή και πάρει το και φύη.
Του φτωχού το βρέσιμο για βελόνα, για καρφί.
Του φτωχού το 'βρέσιμο για βελόνα, για καρφί.
Είναι και φτωχόν τ' αρνί, έχει και πλατειά νουρά.
Θέλεις να κάμης τον φτωχόν να σκάση; Γύρεψε του δανεικά.
Από φτωχό μη δανειστής και πάρη σε που πίσω.
Από φτωχό μη δανειστής και πάρη σε που πίσω.
Ο φτωχός το ρούχον του, τριών λογιών το χαίρεται, μιάν καινούργριο μιά παληό μιά καινουργιομπάλωτο.
Ο φτωχός το ρούχον του, τριών λογιών το χαίρεται, μιάν καινούργριο μιά παληό μιά καινουργιομπάλωτο.
Άρχοντας με τα καλά του, κι ο φτωχός με τα παιδιά του.
Είναι και φτωχόν τ' αρχνί έχει και πλατειά νουρά.
Ου φτωχός εκάθουτα, κ' ο Θεός ενοιάζου τα.
Που φυλάεται, έχει τα μισά του ρούχα.
Ο άρχοντας πεθαίνει μια φορά, ο φτωχός δέκα.
Παύει ο φτωχός το δειλινό κι' ο άρχοντας τον ύπνο.
Θέλης να κάμης τον φτωχό να σκάση; Γύρεψέ τον δανεικά.
Ψωμί δώσε του φτωχού και δρόμο μην του δείξης.
Η φτωχή που τη φτωχειάν της έβαλλε τα νύφκια της.
Πτωχόν και νέον μη λυπηθείς ότι κακόν κι αν πάθη, λυπήσου γέρο άρρωστο και κακοδιημένο.
Κάλλιον αρχόντου δουλευτής παρά φτωχού γεναίτια.
Κάλλιον αρχόντου δουλευτής, παρά φτωχού γεναίκα.
Η φτωχή που τη φτωχειάν της, έβαλλε τα νυφφικά της.
Η φτώχεια θέλει καλοπέραση.
Η φτώχεια θέλει καλοπέραση.
Ο Ουβρηός σαν εφτωχάνη τα παληά δευτέρια πιάνει.
O Οβρηός σαν εφτωχάνει, τα παληά δευτέρια πιάνει.
Να φτύξω 'πάνω, φτυώ το Θεό, να φτύξω κάτου φτυώ τα γένεια μου.
Όπου ΄φτιάξε στη σύνοδο, έφαε ψάρι σύνωρο.
Όπου ΄φτιάξει στη Σύνοδο, έφαε ψάρι σύνωρο.
Και φτωχειά κι' αζυμωσιά και κακή καρδιά γιατί;
Ανάθθεμα τη φτώχειαν άντρα μου, μα εμείς καλά επερνούσαμε.
Ανάθεμα τη φτώχειαν άντρα μου μ' εμείς καλά περνούσαμεν.
Όπου φτάνει το χέρι σου, κρέμα το καλάθι σου.
Και φτωχειά κι' αζυμοσιά και κακή καρδιά για 'τι;
Όπου φτάνει το χέρι σου κρέμα το καλάθι σου.
Να φτύξω 'πάνω φτύω το Θεό, να φτύξω κάτω, φτύω τα γένεια μου.
Όσα δεν φτάνει η αλαπού, τα κάμνει κρεμαστάρια.
Το φτενό, στ' ακριβό καθίζει.
Κάμνω κάμνω να πετάσω και φτερά δεν αποτάσσω.
Το φτενό στο ακριβό καθίζει.
κάμνω κάμνω να πετάσω και φτερά δεν αποκτάσω.
Φρού-φρού και τ' αμπέλια άσκαφα.
Φρού φρού και τ' αμπέλια άσκαφα.
Φούρου φούρου η δουλειές στης.
Των φρονίμων τα μαντάτα οι λωλλοί θα τα ποσώσουν.
Ψωμιά μη λείψουν και φούρνος ας μη καπνίση.
Ο φρόνιμος σαν δη κι' ο λωλλός σαν εθθυμήθη.
Ελάτε όλοι οι φρένιμοι να φάτε του λωλού το μάλι.
Τον φρόνιμον να χάραξε και το λωλλό ξετέλεψε.
Καλός κακός ο φράχτης, πέντε ανέμους απαντά.
Καλός κακός ο φράχτης, πέντ' ανέμους απαντά.
Τον φρόνιμον να χάραξε και τον λωλλό ξετέλειγε.
Ελάτε ούλοι οι φρόνιμοι να φάτε του λωλλού το μάλι.
Ο Φλεβάρης κι' αν φλεβίζη του καλοκαιριού μυρίζει. Μ' αλήθεια κι αν γυρίση σα γάδαρος θα γκανίση.
Ο καλός καραβοκύρης στη φουρτούνα φαίνεται.
Η φουρτούνα φέρνει μπονάτσα κ' η βροχή καλωσύνη.
Ο καλός καραβοκύρης στη φουρτούνα φαίνεται.
Η φουρτούνα φέρνει μπονάτσα, κι η βροχή καλωσύνη.
Τα μπρός του φούρνου και τα πίσω της τσιμιάς.
Χαρά στα μάτια που θα δουν, το δυό μερών φεγγάρι.
Πέντε Παραμπολιανοί γάδαρο φορτώνασι και πάλι εφωνάσι αλλοίμονο στη μοναξιά.
Χαρά στα μάτια που θα δούν, των δυό μερών φεγγάρι.
Έντεκα Μυτιληνοί, Μυτιλή φορτώνασι, πάλε κλαίν' κι εδέρνουνταν, αλλοίμονο στη μοναξιά.
Έντεκα Μυτιληνοί, Μυτιλή φορτώνασι, πάλε κλαίν' κι εδέρνουνταν, αλλοίμονο στη μοναξιά.
Έντεκα Μιτυληνηοί, Μιτυλή φορτώνασι, Πάλι καίν και δέρνουντον, αλλοίμονο στη μοναξιά.
Πέντε παραμπολιανοί γάδαρο φορτώνασι και πάλε εφωνάζασι αλλοίμονο στη μοναξιά.
Του Γενάρη το φεγγάρι, παρ΄ ολίγον νάνε μέρα.
Του Γενάρη το φεγγάρι παρ΄ ολίγον νάνε ΄μέρα.
Του Γενάρη το φεγγάρι, ήλιος της ημέρας μοιάζει.
Που τον φόβον του είδεν ένα κοφίνιν αγγέλους.
Που τον φόβον του είδεν ένα κοφίνιν αγγέλους.
Ανάσκελα φεγγάρι, όλορτος κειμιντζής.
Δίπλα φεγγάρι, όλορτος κειμηντζής.
Κ' οι Αγιοί φουβέρα θέλου να θαμματουργούν κι' εκείνοι.
Τέτοια σκόνη και τουμάνι ποιος 'νεγνώνει το φερμάνι.
Κ' οι άγιοι φοβέρα θέλουν, να θαμματουργούν κι' εκείνοι.
Τέτοια σκόνη και τουμάνι ποιος 'νεγνώνει το φερμάνι.
Φαντενό τη΄ Αρκαγγελίτη, μη βάλης ποτέ στο σπίτι.
Με το να φιλήσης τ΄αράπη το χέρι τα χείλη σου δε(ν) μαυρίζουν.
Με το να φιλήσης τ΄ αράπη το χέρι τα χείλη σου δε(ν) μαυρίζουν.
Με το να φιλήσης τ' αράπι το χέρι, τα χείλη σου δε μαυρίζουν.
Και ως τόσο που σε φίλησα για το Χριστός Ανέστη.
Κι' ως τόσο που σε φίλησα για το Χριστός Ανέστη.
Ποιον φιλούν κι' εν χαίρεται;
Ο βρεμένος που τον μουσκεμένο δεν φο(β)άται.
Χέρι, που δεν μπορείς να το δακκάσης, φίλα το.
Χέρι που δε μπορείς να το δαγκάσης φίλα το.
Ο βρεγμένος που τον μουσκεμένο δεν φο(β)άται
Δρακίδης, Γεράσιμος -
Identifier:
168419
Internal display of the 168419 entity interconnections
(Node labels correspond to identifiers)
Loading..
Legend
Navigation
Info
Loading..
Controls
Freeze
Thaw
Fit
Narrowness
Inferred