Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Είσοδος
EN
Κεντρική πλοήγηση
Αναζήτηση
Default
Graph
Πρόσωπο
Φραγκάκι, Ευαγγελία
Είδος οντότητας
Πρόσωπο
Φύλο
Γυναίκα
Συγγραφέας (95)
[view list]
Τού 'βαλε τα χάμουρα!
Του μάζωξε τα χαλινάρια.
Απού χαλά και χτίζει όφκαιρος δεν καθίζει.
Θαρρείς κι όσοι μουζώνονται, όλοι χαρκιάδες είναι;
Αι μωρέ μα το Θηό κι' εκλέψαμε μιαν ημέρα του Χάρου.
Ο χαριστής απόθανε κι' η μάννα ντου πάει στην Πόλη.
Το χαρισιμιό άλογο δεν το ξανοίγουμε.
Εχάρισες, επούλησες, και μπλειό σου δεν ορίζεις.
Ηπήρε φωθιά, σαν την κακομπιστὀλα!
Απού ΄ναι μέσα στη φωθιά, κατέχει ίντα ν΄ η βράση.
Φυτρώνει σαν τον αμανίτη.
Όπου φυτεύουνε φύτευγε, κι' όπου ξεπατώνουνε, ξεπάτωνε.
Το περίσσιο φως δε βλάφτει.
Οποιος φυλάσσει τα ρούχα ντου έχει τα μισά.
Η φτώχεια θέλει διάνεψη.
Από φτωχού μη δανειστής, και πάρη σ΄ αξωγύρου.
Ο φτωχός φτωχών επήρε κι΄ ο Θεός τους εκυβερνά.
Ο Θεός να μη δίδη του φτωχού πάπλωμα να σκεπασθή.
Θα γυρίσ' ο τροχός να χορτάσ'ο φτωχός.
Να σου φτύξω, να μη σε φταρμίσω.
Ανέ φτύξ' απάνω, φθιώ τα γένεια μου, κι ανέ φτύξω κάτω, φθιώ τα ρούχα μου.
Έφω φτεί, μέσα κατουρεί.
Φτύξε στον κόρφο σου.
Του φτηνού κρεάτου οι σκύλοι πίνουν το ζουμί του.
Ο Θεός, οντέν εργίστηκε του μελιτάκου, του 'δωκε φτερά και πετά.
Ο φρόνιμος νικά τον αντρειωμένο.
Η φρονιμάδα κι ομορφιά την έχουνε τη χάρη, γατί τ' αμπελοχώραφα δεν μπαίνουν στην αγκάλη.
Η φρονιμάδα κι η τιμή καλλιά παρά τα πλούτη.
Δε θα δη φουρκέτα στο μαξιλάρι ντου.
Ο φρόνιμος αργεί να σφάλη, μα σα σφάλη, καλά σφάλλει.
Φουσκώνει σαν τον κούβο.
Άσκημα φόργιε και μην εργάς.
άσχημα φόργιε και μην εργάς
Επίσης λαμπερό είναι και το φεγγάρι του Αυγούστου, και τότε οι ξενύχτηδες λένε "στάσσει το φεγγάρι".
Ο Φλεβάρης κι α φλεβίζη του καλοκαιργιού μυρίζει.
Όποιος δεν επορπάτηξε τη νύχτα με φεγγάρι και ταχινή με τη δροσιά, τον κόσμο δεν εχάρη.
Αξαφνικά 'δεν ( είδε) το φεγγάρι.
Καλιά ν' η μάνα του φονιά, παρά του σκοτωμένου.
Ο Φλεβάρης κι΄ α φλεβίζη του καλοκαιργιού μυρίζει.
Φοβέρα θέλουνε κι' οι άγιοι να θαματουργούνε.
O καλός φαμέγιος κάνει τον αφέντη.
Τόνε φοβάται σαν το πυρωμένο σίντερο.
Ηφά 'η φακή το λάδι, κι΄ εκατάπτεν το και πάει.
Μ' ένα ρόδο φίλο κάνεις, μ' ένα λόγο τόνε χάνεις.
Αναμεσός σε δυό φιλώ, μηδέ φίλος μηδ' εχθρός.
Φίλο δικιμαζόμενο σαν τόνε δικιμάσης, από μακρά χαιρέτα τον, κι' αμάχη μην του πιάσης.
Το φαγητό δεν έχει εντροπή.
Αυτοί είναι ένα φάε κι ένα πιέ.
Φάτε, μάθια, ψάργια και κοιλιά περίδρομο.
Απού τρώει κούβους, χέζει μπένες.
Ήφαε τ' απόπετρα, να τόνε καταφέρη.
Ας τρώη ο γέρος, κι ας γογγύζ' η γρά.
Μουδέ να φάω, μουδέ να μακαρίσω
-Το φάε, πιε και γλέντισε είν' η ζωή τ' ανθρώπου.
-Φάε, σύντεκνε, τυρί. -Λέει -Θωρώ το!
Ελίγα- λίγα φάε πιέ, κι' ανέγνοιαστα κοιμήσου.
Το πολύ φαΐ σε γκώνει, και το λίγο σε λιγώνει.
-Οι πολλοί στην δουλειά. - Μα και στο φαΐ; -Είπα ΄γω, ας πουν κι΄άλλοι.
Απόψε φέστα, ταχυτέρου χέστα.
Ο ύστερος μετανοιωμός τόποτις δεν αξίσει, πριχού να πέσης στα πηλά, πρέπει να ντουχιουντίζης.
Τα ύστερα απίδια έχουν τα λίκια!
- Κι ύστερα; - Πίτερα!
Θέ μου, και δό μου απομονή, ως ήδωκες στη πέτρας.
Ο ύπνος θρέφει το μωρό κι η μαγεριά το γέρο.
Απού 'χει γιόν, έχει κρασί, κι απόυ 'χει κόρη, λάδι.
Τα πάχη μου τα κάλλη μου, κι η γειά μου η ομορφιά μου
Τύχη είναι τα ντουβάργια. Δεν είναι τύχη μόνο τοίχοι.
Απού 'ναι τυχερός, γεννά κι ο πετεινός του κι απού δεν έχει τύχη, ψοφά κι ο γάιδαρός του.
Εντέν εσούσα την αχλάδα, όσοι τύχα κείνοι φάγα.
Σώπασε, να χαρής, να μην ξεράσω της Τρινής, τα λαζάνια.
Σώπασε να χαρής να μην ξεράσψ τση τυρινής τα λαζάνια.
Ήφυγ' η τσίπα που τη μούρη ντου.
Ντήρα, σωντήρα το σκαμνί, τον τόπο που καθίζεις
Μ' ήβγαλε σαν τρίχ' απού τη ζύμη.
Ίσα σου συμπέθεορ και κάλλια σου σύντεκνο.
Μεταξέσυρ' απ' τον τόπο σου
Βγάλε μια τρίχα απ' την παλάμη σου.
Τα συμίσικά να 'ταν καλά, θελά διδούνε και τσι γυναίκες.
Τρίτη γεννάτ' ο φρόνιμος, Τετράδη αντρειωμένος, Πέφτη το κακορρίζικο και Παρασκή το ξένο. Σάββατο ο πολύκριτος κι ο κανακεραμμένος.
Την τρίτη τρίχα μη ραή, Τετράδη ανύχι μην κοπή.
Σύκα και νερό, ήλιος και γαμπά.
Σύκο και νερό, ήλιος και γαμπάς (παλτό).
Να κατέχαν οι μαννάδες που γραντίζουν τα παιδιά από κάτω α' τη συκιά κι' απ' τη πρικαμυγδαλιά!
Του τεχνίτη η γυναίκα ώρα να πεινάση, μέρα δεν πεινά
Παλιά μου τέχνη κόσκινο!
Τέχνη θέλει το πριγιόνι κι απού το λρατεί να δρώνη
Η φωθιά ντρέτώνει τα στραβά ξύλα.
Στραβός παπάς θα τόνε βάψη.
Κι άλλος στο τεφτέρι και το τεφτέρι στον οντά και ποιός δα πα το φέρη;
Από ένα στόμα βγαίνει και σε χίλια μέσα μπαίνει.
Που να 'βρης χίλια στούμπουρα, να φράξης χίλια στόματα.
Ο ταχινοσηκωμένος είναι πάντα κερδεμένος
Στον τάφο ντου θα τα πάρη;
Στόλισε και τον κούτσουρα, να δης την ομορφιά ντου.
Στόλισε και τον κούτσουρα, να δης την ομορφιά ντου.
Φραγκάκι, Ευαγγελία -
Identifier:
168308
Internal display of the 168308 entity interconnections
(Node labels correspond to identifiers)
Loading..
Legend
Navigation
Info
Loading..
Controls
Freeze
Thaw
Fit
Narrowness
Inferred