Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Είσοδος
EN
Κεντρική πλοήγηση
Αναζήτηση
Default
Graph
Πρόσωπο
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ
Είδος οντότητας
Πρόσωπο
Φύλο
Άνδρας
Συγγραφέας (130)
[view list]
Θαρρούν όσοι μουζώνουνται χαρκωματάδες είναι; Κι όσες κτυπούν το πίταλον αλεφατούδες είναι.
Θέλεις να μάθης άθρωπον χαρτιά παίξε μαζί του (ή μέθυσε μαζί του).
Ο Χάρος χαρά δε φέρνει.
Θέλει φώτιση.
Ο Χάρος χαράν δεν έχει.
Χάρισμα κρασί κι' ας είν' και ξείδι.
Το χάρισμα ΄χει κι΄ αντιχάρισμα.
Το χάρισμα έχει κι' αντιχάρισμα.
Δεν είχαμεν αμέ χαρίζαμεν.
Δεν είχαμεν, αμ εχαρίζαμεν.
Μη δανειστής από φτωχό και πάρη σ' από πίσω.
Ο φτωχός κι' η μοίρα του.
Στα νάρτη η όρεξι τ' αρκόντου βγαίν' η ψυχή του φτωχού.
Ο Θεός δεν εμίσησεν άλλον πσά το φτωχόν και περήφανον ή πσα το γέρο πόρνον.
Εμβαφύσα κι' έβγα βάρει.
Θεέ, μη δώτσης του φτωχού πόρτα και παραθύρι και πάπλωμα να σκεπασθή και πάρη το και φύη.
Έμβα φύσα κ' έβγα βάρει.
Χριστέ, μη δώσης του φτωχού πόρτα και παραθύρι και πάπλωμα να κοιμηθή κι επέρη το και φύη.
Του φτωχού το βρισιμιόν είναι κουτσλόκαρφον.
Έμπα φυσά κι' έβγα βάρει.
Βούθα μου φτωχέ να μη γίνουμεν ίσσια.
Σα θέλης να κάμης το φτωχό να σκάση, δωσ' του φλουρί να χαλάση.
Άρκοντας με τα φλουριά του κι' ο φτωχός με τα παιδιά του.
Δός του , Θεέ μου, φωνήν κι΄ επάρε το νού του.
Στη φωνή κι΄ ο γάαρος.
Φτωχός γεννειέται.
Θέλει ο φτωχός το δίκιο του θέλει το κι ογλήγορα.
Ο φτωχός θέλει το δίκαιο του θέλει το κι ογλήγρα.
Η φτώχια θέλει μεταγυροσύνη.
Αν του στάζε(ν) του φτωχού ποτέ φτωχός εν ήτο.
Έχουν δεν έχουν οι φτωχοί καλοπερνούσι μερκἶκοί.
Ο φτωχός κ΄ η μοίρα του.
Άρκοντας με τα φλουριά του, κι΄ ο φτωχός με τα παι(δ)ιά του.
Η πλούσια 'χει το προικειόν κ'η φτωχή 'χει ριζικόν.
Βοήθα μου φτωχέ, να μη γινούμεν ίσσια.
Απανωκούμιλον καυκί, χαρά φτωχού.
Όπ΄ έφτασε στη σύοδον έφαγε ψάρι σύχλυρον.
Όταν ο Θεός οργισθή των μερμήκων φτερά τω(ν) δίνει και πετούν.
ΚαΘε΄' ο χρόνος και φταίουν οι μήνες.
Θελ' ο χρόνος, και φταίουν η μήνες.
Φρού, φρού και τ' αμπέλι ανύφρα(γ)α.
Ως που νανοίξ' ο λωλλός το στόμα του ανοίγ' ο φρόνιμος το μάτι του.
Μαζεύτησαν οι φρόνιμοι να φαν του λωλλού το βιος.
Ψωμί μη λείψη, φούρνος ποτέ μη καπνίση.
Όποιος φελά, παντού φελά.
Του φρονίμου ζάραξε του λωλλού ξετέλεψε.
Φέξε μου κ΄εγλύστρησα.
Φέξε μου κι΄ εγλύστρισα .
Ό,τι θωρείς κι' ό, τι φορείς.
Γιαυταδά σου κορνοπή, φορείς το ξεροσσάμπαλον.
Κακού φέγγου μην αρκινάς.
Δέκα Νισύριοι γάαρον εφορτώναν κι' έλεγαν "Αλλοίμονο στα μοναξιά".
Φεγγάρι μου πολύλαμπρο, φέγγε μου να (;).
Αν δε φάγης λιόdαν, λιόνdας δεν γίνεσαι.
Παρά να κλαί' η μάνα του φονιά κάλλια του φονεμένου.
Κάλλια φονέας παρά φονεμένος.
Ο φόβος ερημιαίς φυλάσσει.
Απού τον φό(β)ον του, ήχασεν τον τόκον του.
Ορτόν φεγγάρι, δίπλα μαρνάροι.
Δίπλα φεγγάρι, ολόρτοι μαρνάροι.
Ο φό(β)ος ερημιές φυλάει.
Κάλλια να σε φοβούνται παρά να σε ντρέπονται.
Δεν εφο(β)ήθης Κωσταρά, που τα χαραμουντάνια.
Ποιο φιλού και δε καμαρώνη 'εη των βοηθουμένων.
Όμτσος φουάται, έχει τα μισά του ρούχα τσερδισμένοα.
Δεν εφο(β)ήθης, Κωσταρά, που τα χαραμουνdάνιο.
Ήπιεν η φακή το λά(δ)ι κι΄ εκατάπιε το κ΄ υσά(γ)ει.
Έφαε τα νύχια του και τα πετσοκώλια του.
Λογάριαζε το φίλο σου πάντα σου να τον έχης.
Να΄ ταν οι αγριοφακές χόρτα.
Φίλε μου, στην ανάγκη μου κι' οχθρέ μου στη χαρά μου.
Λο(γ)άριαζε τον φίλον σου πάντα σου να τον έχης.
Μή(τ)ε συχνά 'ς του φίλου σου, κι εκείνος βαρεθή σε.
Χωριό όπου φαίνεται, στρατηλάτη δε θέλει.
Η χώρα που φαίνεται δε θέλει χωρολάτην.
Μέρα για φίλου σείτι τε και γι' αβιού κελλάρι.
Η χώρα που φαίνεται δε θέλει χωρολάτην.
Όλο το βου εφάαμε κι ' εις την οράν εποσυάθημεν.
Α δεν φάης λιόντα λιόντας δε γίνεσαι.
Φιλίας με(γ)άλης οχτριά σιμάνει.
Πότε και πότε το φιλί νά'χη και νοστιμά(δ)α.
Ανάρι' ανάρια το φιλί νά χη και νοστιμάδα.
Πότε κα ιπότε το φιλί, νά 'χη και νοστιμά(δ)α.
Ανάρια ανάρια το φιλί, να 'χει και νοστιμάδα.
Όψες πήυγεν η φούμη της, και σήμερον η σούρη της.
Φεύγ' από μπρος, μη σε κουτλήσ' ο βούς.
Αυτό το φά(β)α, λάκκον έχει.
Η σαΐττα μ' μπαινοβγαίνει, κι η αλεφαντού δε 'φαίνει, και το πέταλο κτυπά κάτι στα (β)ολιά 'ναι επά.
Που δε μετρά τα ύστερα κακά υστερινά 'χει.
Όποιος μετρά τα ύστερα καλά υστερινά 'χει. όμοια Όποις δεν μετρά τα ύστερα κακά υστερινά 'χει.
Ο ύστερος μετανοιωμός τίποτα δεν αξίζει.
Καλά χορεύγ' η παπα(δ)ιά, με να ι(δ)ούμε τα στερνά.
Ποιός δεν λογιάζει τα στερνά, κακά υστερινά 'χει.
Ο υστερνός μετανοιομός, τίποτε δεν αχρείζει.
Ηύραμε την βρισιάν μας με την κούτρα της γενιάς μας.
Μη βρίσης να μη βριστής
Μη βρίσης την πολυεχήν και πει σ' εκείνα π' έχει.
Το χταπόδι στη φουρτίναν τις αποκλαμούς του τρώει.
Το φάς κερδέσης και το ιδής παρηγορεάσου.
Τσιρρόπινε, τιρρόκλανε να σσωγιάνης.
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ -
Identifier:
165463
Internal display of the 165463 entity interconnections
(Node labels correspond to identifiers)
Loading..
Legend
Navigation
Info
Loading..
Controls
Freeze
Thaw
Fit
Narrowness
Inferred