Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Είσοδος
EN
Κεντρική πλοήγηση
Αναζήτηση
Default
Graph
Πρόσωπο
Λιουδάκη, Μαρία
Είδος οντότητας
Πρόσωπο
Φύλο
Γυναίκα
Συγγραφέας (353)
[view list]
Παντού ο Χάρος περπατεί και το σπαθί του κόφτει.
Είδαν το Χάρο άργησε, κι όλοι αρραβωνιάστηκαν.
Με το Χάρο νάν΄ αδέρφια δαποθάνη.
Απού ΄χει γυιούς μη χαίρεται, γαμπρούς μη καμαρώνης κι ο Χάρος οπ΄ αναεργιαστή σειρές ξεθεμελιώνει.
Δεν απόκρεψ΄ ο Χάρος στ΄ εμένα.
Χάρε, χαρά που μου ήφερες και λύπη που μου πήρες!
Χάρισμα ξείδι, μαρούβα κρασί.
Δεν χαρίζει κάστανα.
Μη χύνεις γκάζι στη φωτιά.
Κατινούς χαρίζουν γάιδαρο κι εκείνος τον κοιτάει στα δόντια.
Γλήγορη σαν φωτιά.
Ὀποιος δεν πάει στη φωθιά, δεν καιντἀ.
Η φωθιά με τα λινόξυλα δεν κάνει.
Κάποιονα χάριζαν γάιδαρο και τον έβλεπε και στα δόντια.
Καλαμπαλεύη στο χάνι, νερό στα φασούλια.
Η φωτιά με τα λινόξυλα δεν κάνει.
Η φωτιά με το μπαρούτ΄ δεν κάνει.
Φύσα γριά το μονοδαύλι , το φυσώ και δεν ανάβει.
Φυσώ και δεν κρυγιώνει.
Το φυσά και δεν κρυώνει.
Φώτα φωτερά κι η Λαμπρή με τα νερά.
Χαρά στα Φώτα τα στεγνά και τις Λαμπρές βρεμένες.
Πιάνουν φύλλα και φτερά.
Σκορπίστανε σαν άνεμος τα φύλλα.
Τρεις τα Γέννα τρεις τα Φώτα κι΄ έξε την Ανάσταση.
Ως τα φώτα σπέρνε στάρι κι ως τ΄ αγιο Αντωνιού κριθάρι.
Όντον είν΄ τα φώτα φωτερά, και τα Λαμπρά σκοτεινά χαρά στην μοίρα που ζευγά.
Το πολύ το φως δε βλάφτει.
Με εκατό στη φυλακή και με τα χίλια μέσα.
Με εκατό στη φυλακή και με τα χίλια μέσα.
Με εκατό στη φυλακή και με τα χίλια μέσα.
Και με τα πέντε φυλακή και με τα χίλια μέσα.
Στη φωνή και νοικοκύρης.
Φύλαξε μ' λοταν μπορής για να μ΄έχης όταν θέλης.
Που φυλάττει τον τεκέ, τρώει κι' το πιλάφι.
Στη φωνή κι ο γάΐδαρος.
Πά στη φωνή κι ο γάΐδαρος.
Κατά φωνή και γάΐδαρος.
Όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά κέρδος.
Του φτωχού η δουλειά αν πηγαινε καλά, δε θάτονε ποτί ντον φτωχός.
Ο φτωχός θαρρεί κερδαίνει μα φυρά και δεν τ' ανιώθει.
Ώσπου να γίνη του άρχοντα η καρδιά, βγαίνει του φτωχού η ψυχή.
Ώστο να γενή του πλούσιου το κέφι βγαίνει του φτωχού η ψυχή.
Ώστε να γενή του πλούσιου η-γι-όρεξη βγαίνει του φτωχού η ψυχή.
Φτωχό τ' αρνί, μα παχειά η ορά τ'.
Ο Θεός να σε φυλάει από φτωχόπλουτο.
Θέ μου, μη δώσηςς στο φτωχό πόρτα και πάπλωμα να σκεπαστή θα το πάρη να φύγη.
Του φτωχού το βρεσιμάκι γη βελόνα, γη καρφάκι.
Όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά.
Φύλαξε τα ρούχα σου να βρης τα μισά.
Του φτωχού το βρεσιμάκι γη βελόνα, γη καρφάκι.
Φτωχό τ' αρνί, πλατειά νούρα.
Φτωχό τ' αρνί, πλατειά νούρα.
Φτωχό τ' αρνί, πλαθειά η-γι-ορά.
Δούλεψέ μου, φτωχέ, να μη σου μοιάσω.
Όπου φτωχός κι η μοίρα του.
Του πλουσίου η πίκρα είναι χλωρή και του φτωχού ξερή.
Ο φτωχός το τσούλι του δύο φορές το χαίρεται. Μια καινούργιο, μιά πλυμένο μια χρυσό αν μπαλωμένο.
Όντό φωνή κι ο Λάζαρος.
Όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά.
Ο Θεός φτωχά κάνει μ' άμοιρα δεν κάνει.
Όποιος φυλάει τα ρούχα τ΄ κερδίζει τα μισά τ'.
Φύλαε φίδι το χειμώνα, να σε φάη το καλοκαίρι.
Ο Θεός να σε φυλάει από φτωχό περήφανο κι από γέρο πόρνο.
Του αρχόντου το συνάχι του πτωχού το ψυχομάχι.
Ο φτωχός φτωχή επήρε, κι ο Θεός πολλά καλά 'χει.
Η φτωχιά, φτωχόν επήρε κι ο Θεός πολλά καλά ΄χει.
Είδεν ο πτωχός τα ει είδων κι έπεσε κι επέθανεν.
Με τους φτωχούς φτωχός και με τους πλούσιους πούσιος.
Άθρωπος άμα φτωχάνη τα παλιά τεφτέρια πιάνει.
Οβριός όντας φτωχάνη τα παλιά τεφτέρια πιάνει.
Ο φτωχός φτωχήν επήρε, κι ο θεός τους εκυβερνά.
Σαν και φτώ δεν μαζώνω.
Είναι, "έχεις άλλο να φτής;".
Να φτύσω απάνω τα μουστάκια μου, να φτύσω κάτω τα γένεια μου.
Να φτύσω απάνω, φτώ τα μούτρα μου, να φτύσω κάτω, φτώ τα γένεια μου.
Φτάς σ' απάνου, φτάς dουν Θιό. Φτάς σ' ακάτου, φτάς τα γένια σ'.
Αν φτύξ' απάνω, φτώ τα μούτρα μου κιάν φτύξω κάτω, φτώ τα γένεια μου.
Δε, βρε φτώχεια, φάε ψωμί και βούτυρο.
Όπου φτάνεις να κρεμνάς το καλάθι σου.
Όπου φτάνει το χέρι σου να κρεμάς το καλάθι σου.
Αν φτύσης απάνω φτείς τα μούτρα σου, κιαν φτύσης κάτω, φτείς τα γένεα σου.
Το κρέας που δε φθάνει το λέει που βρωμά.
Αν φτύσω απάνω, θα φτύσω τα μουστάκια μου, αν φτύσω κάτω θα φτύσω τα γένεια μου.
Η φτώχεια θέλει πιδεξιωσύνη, να την έχης πολλά χρόνια.
Κατά στο κρέας δεν έφτανε κι έλεγε τετράδα είναι.
Η φτώχεια τέχνες βγαίνει.
Όπου φτώχεια και γρίνια.
Η φτώχεια φέρνει γρίνια.
Κάλλιο να σε φθονούν παρά να σε λυπούνται.
Ὀσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρι.
Ὀσα δεν φτάνει η αλεπού τα λέει κρεμαστάρια.
Όσα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάδες.
Το φτηνό είν' ακριβό.
Το φτηνό το κρέας το ζουμί των κύτταξε.
Το φτηνό το κρέας οι σκύλοι το τρώνε.
Επήρανε φύλλα και φτερά.
Τσούρωσες φτερό;
Ο διάβολος δούδει τ' ανθρώπου φτερά και πετά κι άμα του μαζέψει τα σκοινιά του τα μαζεύει μαζεμένα.
ΌΤαν θέλη ο Θεός να καταστρέψη τον μέρμηγκα του δίδει φτερά και πετά.
Λιουδάκη, Μαρία -
Identifier:
165416
Internal display of the 165416 entity interconnections
(Node labels correspond to identifiers)
Loading..
Legend
Navigation
Info
Loading..
Controls
Freeze
Thaw
Fit
Narrowness
Inferred